Σε αυτή τη σελίδα: scoffing, scoff

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scoffing n (mockery, scorn)κοροϊδία ουσ θηλ
  χλευασμός ουσ αρσ
scoffing adj (mocking, showing scorn)κοροϊδευτικός επίθ
  χλευαστικός επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scoff vi (mock)κοροϊδεύω ρ αμ
  χλευάζω ρ αμ
 My friends all scoffed when I said I wanted to be a film star.
scoff at [sth/sb] vi + prep (mock, deride)κοροϊδεύω ρ μ
  χλευάζω ρ μ
 They scoffed at my proposal to improve the school.
scoff [sth] vtr UK, slang (eat greedily) (αργκό)χλαπακιάζω ρ μ
  (μεταφορικά)κατεβάζω ρ μ
 We scoffed dinner and headed for the match.
 Χλαπακιάσαμε το βραδινό και πήγαμε να δούμε τον αγώνα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση scoffing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «scoffing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!