WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
savage adj | (untamed) | άγριος επίθ |
| | ανήμερος επίθ |
| The jungle was full of savage animals. |
| Η ζούγκλα ήταν γεμάτη άγρια ζώα. |
savage adj | (extremely violent) | άγριος, βάναυσος επίθ |
| | βάρβαρος επίθ |
| The police said it was a savage attack and are appealing for witnesses. |
| Η αστυνομία ανέφερε ότι ήταν μια βάρβαρη επίθεση και κάνει έκκληση για μάρτυρες. |
savage adj | (primitive) | άγριος επίθ |
| The savage tribe had never come into contact with other humans. |
| Η άγρια φυλή δεν είχε έρθει ποτέ σε επαφή με άλλους ανθρώπους. |
savage n | (barbarian) | άγριος, βάρβαρος επίθ ως ουσ |
| The anthropologist spent three months living with a tribe of savages. |
| Ο ανθρωπολόγος έζησε για τρεις μήνες με μια φυλή βαρβάρων. |
savage n | figurative (uncivilized person) | αγροίκος ουσ αρσ |
| | άξεστος επίθ ως ουσ |
| Have you seen the way Bill eats? He's a savage! |
| Έχεις δει πώς τρώει ο Μπιλ; Είναι άξεστος! |
savage [sb/sth]⇒ vtr | (attack brutally) (για ζώα) | κατασπαράζω ρ μ |
| (σε κπ/κτ) | επιτίθεμαι με αγριότητα, επιτίθεμαι με βαναυσότητα περίφρ |
| The lion savaged the wildebeest. |
| Το λιοντάρι κατασπάραξε το γκνου. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
savage adj | (uncivilized) | άξεστος, απολίτιστος επίθ |
| The child's savage manners were a shock to his adoptive family. |
savage [sth], savage [sb]⇒ vtr | figurative (attack: with words) (μεταφορικά) | κατασπαράζω ρ μ |
| (μεταφορικά, καθομιλουμένη) | θάβω ρ μ |
| The critics savaged the director's latest film. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: