savage

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsævɪdʒ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈsævɪdʒ/ ,USA pronunciation: respelling(savij)

Inflections of 'savage' (v): (⇒ conjugate)
savages
v 3rd person singular
savaging
v pres p
savaged
v past
savaged
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
savage adj (untamed)άγριος επίθ
  ανήμερος επίθ
 The jungle was full of savage animals.
 Η ζούγκλα ήταν γεμάτη άγρια ζώα.
savage adj (extremely violent)άγριος, βάναυσος επίθ
  βάρβαρος επίθ
 The police said it was a savage attack and are appealing for witnesses.
 Η αστυνομία ανέφερε ότι ήταν μια βάρβαρη επίθεση και κάνει έκκληση για μάρτυρες.
savage adj (primitive)άγριος επίθ
 The savage tribe had never come into contact with other humans.
 Η άγρια φυλή δεν είχε έρθει ποτέ σε επαφή με άλλους ανθρώπους.
savage n (barbarian)άγριος, βάρβαρος επίθ ως ουσ
 The anthropologist spent three months living with a tribe of savages.
 Ο ανθρωπολόγος έζησε για τρεις μήνες με μια φυλή βαρβάρων.
savage n figurative (uncivilized person)αγροίκος ουσ αρσ
  άξεστος επίθ ως ουσ
 Have you seen the way Bill eats? He's a savage!
 Έχεις δει πώς τρώει ο Μπιλ; Είναι άξεστος!
savage [sb/sth] vtr (attack brutally) (για ζώα)κατασπαράζω ρ μ
  (σε κπ/κτ)επιτίθεμαι με αγριότητα, επιτίθεμαι με βαναυσότητα περίφρ
 The lion savaged the wildebeest.
 Το λιοντάρι κατασπάραξε το γκνου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
savage adj (uncivilized)άξεστος, απολίτιστος επίθ
 The child's savage manners were a shock to his adoptive family.
savage [sth],
savage [sb]
vtr
figurative (attack: with words) (μεταφορικά)κατασπαράζω ρ μ
  (μεταφορικά, καθομιλουμένη)θάβω ρ μ
 The critics savaged the director's latest film.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
noble savage n archaic (primitive indigenous person) (λογοτεχνία, πολιτισμικές σπουδές)ευγενής άγριος
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. Η λέξη υποδηλώνει τη θεώρηση των ιθαγενών της Αμερικής ως ατόμων με έμφυτη απλότητα, η οποία δεν έχει αλλοιωθεί από τον πολιτισμό των Ευρωπαίων.
 Many important political writers of the 18th century were influenced by the myth of the "noble savage.".
 Ο μύθος του «ευγενούς άγριου» επηρέασε πολλούς σημαντικούς πολιτικούς συγγραφείς του 18ου αιώνα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'savage' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [violent, uncivilized, mindless, primitive, brutal] savage, acting like a [gang, bunch, group, pack] of savages, [mauled, beaten, attacked, destroyed] by savages, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση savage στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «savage».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!