ripe

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈraɪp/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/raɪp/ ,USA pronunciation: respelling(rīp)

Inflections of 'ripe' (adj):
riper
adj comparative
ripest
adj superlative
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ripe adj (fruit: ready to eat)ώριμος επίθ
  γινωμένος μτχ πρκ
 You need to wait until the plums are ripe before you pick them.
 Πρέπει να περιμένεις μέχρι τα δαμάσκηνα να είναι γινωμένα για να τα κόψεις.
ripe adj (mature, ready to eat)ώριμος επίθ
 Peter brought out the cheese course, including a soft, ripe brie.
 Ο Πίτερ έβγαλε την πιατέλα με τα τυριά η οποία περιελάμβανε μαλακό, ώριμο μπρι.
ripe adj figurative (cheese, etc.: having strong smell) (μεταφορικά)που έχει ωριμάσει περίφρ
 That camembert's ripe; it's stinking out the fridge.
ripe adj figurative (time: perfect)ιδανικός, κατάλληλος επίθ
  που έχει φτάσει, που έχει έρθει περίφρ
 The time seemed ripe to tell his parents about his plans.
 Ήταν η ιδανική (or: κατάλληλη) στιγμή για να μιλήσει στους γονείς του για τα σχέδιά του.
 Είχε έρθει η ώρα να μιλήσει στους γονείς του για τα σχέδιά του.
ripe for [sth] adj + prep figurative (ready)έτοιμος για κτ επίθ + πρόθ
  (μεταφορικά)ώριμος για κτ επίθ + πρόθ
  (πιο επιτακτικό)που χρειάζεται κτ περίφρ
 The tax system is ripe for reform.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ripe adj figurative (age: mature) (ηλικία)ώριμος επίθ
  (κατάσταση)ωριμότητα ουσ θηλ
 From her grey hair and wrinkles, you could tell she was a woman of ripe years.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
ripe old age,
ripe age
n
informal (advanced age)ώριμη ηλικία επίθ + ουσ θηλ
  (πιο σαφές: μεγάλη ηλικία)προχωρημένη ηλικία μτχ πρκ + ουσ θηλ
 Grandpa died at the ripe old age of 99.
The time is ripe expr (it is the perfect moment)Ήρθε η ώρα, Έφτασε η ώρα έκφρ
  (λόγιος)Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου έκφρ
 We should take action right now; the time is ripe!
The time is ripe for [sth] expr (it is the right moment for [sth])Ήρθε η ώρα για κτ, Έφτασε η ώρα για κτ έκφρ
  είναι ώρα να κάνω κτ έκφρ
  (επίσημο ή χιουμοριστικό)ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για κτ έκφρ
 The time is ripe for change.
 Ήρθε η ώρα για μια αλλαγή.
 Είναι ώρα να κάνω μια αλλαγή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'ripe' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: ripe [fruit, vegetables, produce, food, ingredients], a ripe [peach, avocado, tomato, banana, orange], ripe and [succulent, juicy, sweet] [peaches], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ripe στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ripe».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!