WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| recognition n | (of a person) | αναγνώριση ουσ θηλ |
| | | το ότι αναγνωρίζω κάποιον περίφρ |
| | At first Julia had no idea who Harry was, but then he saw recognition in her eyes. |
| | Στην αρχή η Τζούλια δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο Χάρι, αλλά μετά είδε τα σημάδια της αναγνώρισης στο πρόσωπό της. |
| | Στην αρχή η Τζούλια δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο Χάρι, αλλά μετά είδε στα μάτια της ότι τον είχε αναγνωρίσει. |
| recognition n | (of achievement) | αναγνώριση ουσ θηλ |
| | Julian deserves recognition for exceeding his sales targets for the third month in a row. |
| | Ο Τζούλιαν αξίζει αναγνώριση γιατί υπερέβη τους στόχους πωλήσεων για τρίτο συνεχόμενο μήνα. |
| recognition n | (by peers for work) | αναγνώριση ουσ θηλ |
| | | εύσημα ουσ ουδ πλ |
| | Natasha's colleagues gave her work the recognition it deserved. |
| | Οι συνάδελφοι της Νατάσα έδωσαν στη δουλειά της την αναγνώριση που της άξιζε. |
| recognition n | (realization) | συνειδητοποίηση ουσ θηλ |
| | Janet was confused, but slowly the recognition dawned that she had been conned. |
| | Η Τζάνετ ήταν μπερδεμένη, αλλά σιγά σιγά της ήρθε η συνειδητοποίηση ότι την είχαν εξαπατήσει. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| recognition n | (acceptance of truth) | αποδοχή ουσ θηλ |
| | (συχνά στον λόγο) | αποδέχομαι ρ μ |
| | Finally, Tom came to the recognition that Imogen didn't love him anymore. |
| | Επιτέλους ο Τομ αποδέχτηκε ότι η Ίμοτζεν δεν τον αγαπούσε πια. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: