ratchet

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈrætʃɪt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈrætʃɪt/ ,USA pronunciation: respelling(rachit)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ratchet n (mechanical device)καστάνια ουσ θηλ
 These bolts will need a ratchet for tightening.
 Θα χρειαστούμε μια καστάνια για να σφίξουμε αυτές τις βίδες.
ratchet n (toothed part of a ratchet)ροκάνα ουσ θηλ
 The ratchet has 20 teeth and a diameter of 15mm.
ratchet n figurative (process: incremental movement)σταδιακά επίρ
  λίγο λίγο φρ ως επίρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία καθώς η απόδοση αποτελείται από το εκάστοτε κατάλληλο ρήμα συνοδευόμενο με επίρρημα όπως αυτά που αναφέρονται.
ratchet [sth] vtr (adjust using a ratchet) (ανάλογα με την περίσταση)βιδώνω, σφίγγω ρ μ
  (ανάλογα με την περίσταση)ξεβιδώνω, χαλαρώνω ρ μ
 Maisie ratcheted the screws on the wheels of her roller skates to tighten them.
ratchet [sth] down vtr phrasal sep figurative (cause to decrease)μειώνω ρ μ
  κατεβάζω ρ μ
  περιορίζω ρ μ
Σχόλιο: Για μεγαλύτερη ακρίβεια, η απόδοση μπορεί να περιλαμβάνει αναφορά στον ρυθμό, π.χ.: σταδιακά, σιγά σιγά, λίγο λίγο κλπ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
ratchet down vi phrasal (decrease by increments)μειώνομαι ρ αμ
  πέφτω ρ αμ
  περιορίζομαι ρ αμ
Σχόλιο: Για μεγαλύτερη ακρίβεια, η απόδοση μπορεί να περιλαμβάνει αναφορά στον ρυθμό, π.χ.: σταδιακά, σιγά σιγά, λίγο λίγο κλπ.
ratchet up vi phrasal (increase by increments)αυξάνομαι σταδιακά ρ αμ + επίρ
  αυξάνομαι λίγο λίγο έκφρ
  ανεβαίνω σταδιακά ρ αμ + επίρ
  ανεβαίνω λίγο λίγο έκφρ
ratchet [sth] up,
ratchet up [sth]
vtr phrasal sep
figurative (increase, intensify)αυξάνω ρ μ
  ενισχύω ρ μ
  (επίσημο)κλιμακώνω ρ μ
  (προσπάθεια)εντείνω, εντατικοποιώ ρ μ
 The candidates ratcheted up their campaigns in the final week.
 This is an excellent thriller; the author really knows how to ratchet up the tension.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'ratchet' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [an adjustable, a reversible] ratchet, ratchet up the [pressure, rates, scales], [engage, disengage, tighten] the ratchet, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ratchet στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ratchet».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!