probe

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈprəʊb/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/proʊb/ ,USA pronunciation: respelling(prōb)

Inflections of 'probe' (v): (⇒ conjugate)
probes
v 3rd person singular
probing
v pres p
probed
v past
probed
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
probe [sth] vtr (examine by poking)εξετάζω, εξερευνώ ρ μ
  δοκιμάζω, τεστάρω ρ μ
  (καθομιλουμένη: πχ τη μύτη)πειράζω, σκαλίζω ρ μ
 Malcolm probed the cavity in his tooth with his tongue.
 Ο Μάλκολμ εξέτασε την τρύπα στο δόντι του με τη γλώσσα του.
probe [sth/sb] vtr (medical: examine by touching)εξετάζω ρ μ
 The doctor probes the wound to see if there are any signs of infection.
 Ο γιατρός εξετάζει το τραύμα για να δει αν υπάρχουν σημάδια μόλυνσης.
probe [sth] vtr (investigate)εξετάζω, ερευνώ ρ μ
  (την υπόθεση)διερευνώ ρ μ
 The journalist probed the evidence to build her story.
 Η δημοσιογράφος εξέτασε τα στοιχεία για να χτίσει το ρεπορτάζ της.
probe [sb] vtr (ask questions)ανακρίνω ρ μ
  (πιο ήπιο, σε κάποιον)κάνω ερωτήσεις, θέτω ερωτήσεις περίφρ
 The investigators probed Nathan for hours, trying to find out what he knew.
 Οι ερευνητές ανέκριναν τον Νέιθαν για ώρες, προσπαθώντας να δουν τι ήξερε.
probe [sb] for [sth] vtr + prep (question) (για κτ, σχετικά με κτ)ανακρίνω ρ μ
  (για κτ, σχετικά με κτ)ρωτάω, ρωτώ ρ μ
 The prosecutor probed the witness for information.
 Ο δημόσιος κατήγορος ανέκρινε το μάρτυρα για πληροφορίες.
probe n (exploration, poking)δοκιμή, εξέταση, διερεύνηση ουσ θηλ
  εξερεύνηση ουσ θηλ
  (καθομ: είδος κίνησης)σκάλισμα ουσ ουδ
Σχόλιο: Στο λόγο συνηθέστερη είναι χρήση των αντίστοιχων ρημάτων, πχ «Δοκίμασαν την τρύπα με ένα ραβδί και βρήκαν ότι δεν υπάρχει τίποτα εκεί.»
 A probe of the hole with a stick suggested there was nothing inside.
 Μια εξέταση της τρύπας με ένα ραβδί υπέδειξε πως δεν υπήρχε τίποτα μέσα.
probe n (medical instrument)καθετήρας ουσ αρσ
  (για υπερήχους)ηχοβολέας ουσ αρσ
  (γενικά)εργαλείο ουσ ουδ
 The doctor inserted a probe into the patient's left nostril to investigate the cause of the blockage.
 Ο γιατρός έβαλε έναν καθετήρα στο αριστερό ρουθούνι του ασθενούς για να αναζητήσει το αίτιο της απόφραξης.
probe n (sensor)αισθητήρας ουσ αρσ
 The scientists use a probe to measure the intensity of the electrical field.
probe n (investigation)έρευνα ουσ θηλ
  (του θέματος)διερεύνηση ουσ θηλ
 The company is conducting a probe to find out what happened to the missing money.
 Η εταιρεία διεξάγει έρευνα για να διαπιστώσει τι έγιναν τα χρήματα που λείπουν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
space probe n (unmanned spacecraft)διαστημικό σκάφος, διαστημικό σκάφος επίθ + ουσ ουδ
  μη επανδρωμένο διαστημόπλοιο φρ ως ουσ ουδ
  διαστημικός ανιχνευτής επίθ + ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'probe' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a [rectal, medical] probe, use a probe to [determine, detect, see, measure], a probe (used) for, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση probe στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «probe».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!