| Κύριες μεταφράσεις |
| probe [sth]⇒ vtr | (examine by poking) | εξετάζω, εξερευνώ ρ μ |
| | | δοκιμάζω, τεστάρω ρ μ |
| | (καθομιλουμένη: πχ τη μύτη) | πειράζω, σκαλίζω ρ μ |
| | Malcolm probed the cavity in his tooth with his tongue. |
| | Ο Μάλκολμ εξέτασε την τρύπα στο δόντι του με τη γλώσσα του. |
| probe [sth/sb]⇒ vtr | (medical: examine by touching) | εξετάζω ρ μ |
| | The doctor probes the wound to see if there are any signs of infection. |
| | Ο γιατρός εξετάζει το τραύμα για να δει αν υπάρχουν σημάδια μόλυνσης. |
| probe [sth]⇒ vtr | (investigate) | εξετάζω, ερευνώ ρ μ |
| | (την υπόθεση) | διερευνώ ρ μ |
| | The journalist probed the evidence to build her story. |
| | Η δημοσιογράφος εξέτασε τα στοιχεία για να χτίσει το ρεπορτάζ της. |
| probe [sb]⇒ vtr | (ask questions) | ανακρίνω ρ μ |
| | (πιο ήπιο, σε κάποιον) | κάνω ερωτήσεις, θέτω ερωτήσεις περίφρ |
| | The investigators probed Nathan for hours, trying to find out what he knew. |
| | Οι ερευνητές ανέκριναν τον Νέιθαν για ώρες, προσπαθώντας να δουν τι ήξερε. |
| probe [sb] for [sth] vtr + prep | (question) (για κτ, σχετικά με κτ) | ανακρίνω ρ μ |
| | (για κτ, σχετικά με κτ) | ρωτάω, ρωτώ ρ μ |
| | The prosecutor probed the witness for information. |
| | Ο δημόσιος κατήγορος ανέκρινε το μάρτυρα για πληροφορίες. |
| probe n | (exploration, poking) | δοκιμή, εξέταση, διερεύνηση ουσ θηλ |
| | | εξερεύνηση ουσ θηλ |
| | (καθομ: είδος κίνησης) | σκάλισμα ουσ ουδ |
| Σχόλιο: Στο λόγο συνηθέστερη είναι χρήση των αντίστοιχων ρημάτων, πχ «Δοκίμασαν την τρύπα με ένα ραβδί και βρήκαν ότι δεν υπάρχει τίποτα εκεί.» |
| | A probe of the hole with a stick suggested there was nothing inside. |
| | Μια εξέταση της τρύπας με ένα ραβδί υπέδειξε πως δεν υπήρχε τίποτα μέσα. |
| probe n | (medical instrument) | καθετήρας ουσ αρσ |
| | (για υπερήχους) | ηχοβολέας ουσ αρσ |
| | (γενικά) | εργαλείο ουσ ουδ |
| | The doctor inserted a probe into the patient's left nostril to investigate the cause of the blockage. |
| | Ο γιατρός έβαλε έναν καθετήρα στο αριστερό ρουθούνι του ασθενούς για να αναζητήσει το αίτιο της απόφραξης. |
| probe n | (sensor) | αισθητήρας ουσ αρσ |
| | The scientists use a probe to measure the intensity of the electrical field. |
| probe n | (investigation) | έρευνα ουσ θηλ |
| | (του θέματος) | διερεύνηση ουσ θηλ |
| | The company is conducting a probe to find out what happened to the missing money. |
| | Η εταιρεία διεξάγει έρευνα για να διαπιστώσει τι έγιναν τα χρήματα που λείπουν. |