privately

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpraɪvətli/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
privately adv (not in public) (λόγιος)κατ' ιδίαν φρ ως επίρ
  ιδιωτικά επίρ
  προσωπικά επίρ
 He told me privately that he means to resign next month.
 Μου είπε ιδιωτικά ότι σκοπεύει να παραιτηθεί τον επόμενο μήνα.
privately adv (by an individual)ιδιωτικά επίρ
  προσωπικά επίρ
 The money was donated privately.
privately adv (inwardly, secretly)μέσα μου έκφρ
 We felt privately that she should have won first prize.
 Νιώσαμε μέσα μας ότι έπρεπε να είχε κερδίσει εκείνη το πρώτο βραβείο.
privately adv (at a private school)σε ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα περίφρ
 The girls were educated privately in Switzerland.
 Τα κορίτσια μορφώθηκαν σε ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Ελβετία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'privately' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση privately στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «privately».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!