WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| privately adv | (not in public) (λόγιος) | κατ' ιδίαν φρ ως επίρ |
| | | ιδιωτικά επίρ |
| | | προσωπικά επίρ |
| | He told me privately that he means to resign next month. |
| | Μου είπε ιδιωτικά ότι σκοπεύει να παραιτηθεί τον επόμενο μήνα. |
| privately adv | (by an individual) | ιδιωτικά επίρ |
| | | προσωπικά επίρ |
| | The money was donated privately. |
| privately adv | (inwardly, secretly) | μέσα μου έκφρ |
| | We felt privately that she should have won first prize. |
| | Νιώσαμε μέσα μας ότι έπρεπε να είχε κερδίσει εκείνη το πρώτο βραβείο. |
| privately adv | (at a private school) | σε ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα περίφρ |
| | The girls were educated privately in Switzerland. |
| | Τα κορίτσια μορφώθηκαν σε ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Ελβετία. |