prison

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈprɪzən/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈprɪzən/ ,USA pronunciation: respelling(prizən)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
prison n (jail) (ίδρυμα)φυλακή ουσ θηλ
  (αργκό)στενή ουσ θηλ
 He was sent to prison for three years for the crime.
 Πήγε τρία χρόνια φυλακή για το έγκλημα.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στη στενή γνώρισε όλων των ειδών ανθρώπους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
prison n figurative (confinement) (μεταφορικά)φυλακή ουσ θηλ
 He was too frightened to leave his house, and it became his prison.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
in prison adv (in a correctional institution)στη φυλακή έκφρ
 Jack had been in prison for two months before he was released.
maximum-security prison n (prison with greatest precautions against escape)φυλακή υψίστης ασφαλείας φρ ως ουσ θηλ
Σχόλιο: Χρησιμοποιείται συχνά στον πληθυντικό, ως «φυλακές υψίστης ασφαλείας».
 The serial killer was sentenced to life imprisonment in a maximum-security prison.
prison break,
jail break
n
(escape)απόδραση ουσ θηλ
  απόδραση από τη φυλακή περίφρ
 There was a prison break this week, and the police are now looking for five missing criminals.
 Την προηγούμενη εβδομάδα έγινε απόδραση από τις φυλακές και η αστυνομία αναζητά πέντε εγκληματίες που λείπουν.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι φυλακισμένοι σχεδίαζαν την απόδρασή τους επί τρία χρόνια.
prison camp n (confinement for prisoners of war)στρατόπεδο συγκέντρωσης φρ ως ουσ ουδ
prison camp n (place for less dangerous prisoners)αγροτική φυλακή επίθ + ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Παρατίθεται το αντίστοιχο είδος φυλακών στην Ελλάδα.
prison cell n (enclosed space where a prisoner is kept)κελί φυλακής φρ ως ουσ ουδ
  κελί ουσ ουδ
 We don't have enough prison cells for all the corrupt politicians who should be incarcerated.
prison guard n ([sb] who keeps order in prison)δεσμοφύλακας ουσ αρσ/θηλ
prison term n (period of imprisonment)διάρκεια φυλάκισης ουσ θηλ
 She's serving a six-month prison term for assaulting her landlord.
prison term n (punishment: prison sentence)φυλάκιση ουσ θηλ
 The judge sentenced him to a long prison term.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'prison' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the [local, state] prison, prison [cells, guards, staff, showers, inmates], a [low, high, medium, maximum] -security prison, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση prison στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «prison».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!