prisoner

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈprɪzər/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˈprɪzənɚ, ˈprɪznɚ/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(prizə nər, priznər)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
prisoner n ([sb] in prison) (κάποιος στη φυλακή)κρατούμενος, φυλακισμένος ουσ αρσ
 The escaped prisoner still hasn't been spotted.
 Η κρατούμενη (or: φυλακισμένη) που δραπέτευσε δεν έχει εντοπιστεί ακόμη.
prisoner n figurative (captive) (μεταφορικά)αιχμάλωτος ουσ αρσ
 Marriage makes me feel a prisoner in my own home.
 Ο γάμος με κάνει να νιώθω αιχμάλωτος στο ίδιο μου το σπίτι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
political prisoner n ([sb] imprisoned for political dissidence)πολιτικός κρατούμενος ουσ αρσ
 Amnesty International campaigns to release political prisoners.
prisoner of war n (captured by enemy)αιχμάλωτος πολέμου, αιχμάλωτη πολέμου φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
prisoner-of-war camp n (site to hold captured enemy)στρατόπεδο αιχμαλώτων φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'prisoner' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση prisoner στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «prisoner».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!