individually

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌɪndɪˈvɪdʒuəli/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(in′də vijo̅o̅ ə lē)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
individually adv (separately)ξεχωριστά, χωριστά επίρ
  (ανεπίσημο)χώρια επίρ
 We'll deal with that problem individually later.
 Θα αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα ξεχωριστά (or: χωριστά) αργότερα.
individually adv (one at a time)ξεχωριστά, χωριστά επίρ
  ατομικά επίρ
  (ανεπίσημο)χώρια επίρ
 We interviewed them individually first, then as a couple.
 Αρχικά τους πήραμε συνέντευξη ατομικά και μετά ως ζευγάρι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'individually' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση individually στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «individually».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!