convict

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations verb: /kənˈvɪkt/, noun: /ˈkɒnvɪkt/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/v. kənˈvɪkt; n. ˈkɑnvɪkt/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(v., adj. kən vikt; n. konvikt)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
convict [sb] vtr (of a crime)καταδικάζω ρ μ
 Danny was convicted of armed robbery.
 Ο Ντάνυ καταδικάστηκε για ένοπλη ληστεία.
convict n (person in jail)κατάδικος ουσ αρσ/θηλ
 Writing letters to convicts can be dangerous.
 Το να γράφεις γράμματα σε κατάδικους μπορεί να είναι επικίνδυνο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
ex-con n informal, abbreviation (ex-convict)πρώην κατάδικος επίθ + ουσ αρσ/θηλ
ex-convict n (former jail inmate)πρώην κατάδικος επίθ + ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'convict' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [an ex, a former, a prison] convict, [hunting, looking] for an escaped convict, The convict escaped from [jail, prison]., περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση convict στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «convict».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!