culprit

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkʌlprɪt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈkʌlprɪt/ ,USA pronunciation: respelling(kulprit)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
culprit n (person who committed a crime)ένοχος ουσ αρσ/θηλ
  δράστης, δράστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (λόγιος)δράστις ουσ θηλ
 The police caught the culprit within a few hours.
 Η αστυνομία έπιασε τον ένοχο μέσα σε λίγες ώρες.
culprit n ([sth] causing a problem) (μεταφορικά)ένοχος ουσ αρσ/θηλ
  υπαίτιος επίθ ως ουσ
 Jae says the culprit is a bug in the software.
 Η Τζέι λέει πως ο ένοχος είναι ένα σφάλμα στο λογισμικό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'culprit' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: always [looking, searching] for a culprit, the culprit of the [error, crime, murder], All culprits will be [penalized, prosecuted]., περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση culprit στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «culprit».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!