litter

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈlɪtər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈlɪtɚ/ ,USA pronunciation: respelling(litər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
litter n uncountable (trash in street)σκουπίδια ουσ ουδ πλ
  (επίσημο)απορρίμματα ουσ ουδ πλ
 The streets were filled with litter because the waste management workers were on strike.
 Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι σκουπίδια επειδή οι εργαζόμενοι στην διαχείριση απορριμμάτων απεργούσαν.
litter n uncountable (gravel for pet waste)άμμος ουσ θηλ
  (κατά λέξη)άμμος για γάτες περίφρ
 I changed the litter in the cat's tray.
 Άλλαξα την άμμο στην τουαλέτα της γάτας.
litter n (baby animals) (επίσημο: σύνολο μικρών)γέννα ουσ θηλ
  (ανεπίσημο, καθομιλουμένη)τσούρμο, μάτσο ουσ ουδ
 The dog threw a litter of puppies last month.
 Ο σκύλος γέννησε ένα τσούρμο κουταβάκια τον περασμένο μήνα.
litter [sth] vtr (throw trash)ρίχνω σκουπίδια σε κτ, πετάω σκουπίδια σε κτ περίφρ
  (κτ με κτ)λερώνω, βρωμίζω, βρομίζω ρ μ
 People who litter the pavement really make me angry.
 Όσοι ρίχνουν σκουπίδια στο πεζοδρόμιο με εκνευρίζουν πραγματικά.
litter vi (throw trash) (εκεί που δεν επιτρέπεται)ρίχνω σκουπίδια, πετάω σκουπίδια, κάνω σκουπίδια περίφρ
  λερώνω, βρωμίζω, βρομίζω ρ αμ
 Ben littered because he didn't see a trash can to throw his garbage into.
 Ο Μπεν πέταξε τα σκουπίδια κάτω επειδή δεν είδε κάδο για να πετάξει τα ρίξει.
litter n (vehicle: sedan chair)παλανκίνο ουσ ουδ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The duchess was carried through the streets in a litter.
 Η δούκισσα μεταφερόταν στους δρόμους με ένα παλανκίνο.
litter n (stretcher)φορείο ουσ ουδ
 The wounded man was carried to the doctor in a litter.
 Ο τραυματισμένος άντρας μεταφέρθηκε στον γιατρό με ένα φορείο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
litter n uncountable (leaf litter)ξηροτάτητας ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη: πιο απλά)φύλλα που αποσυντίθενται περίφρ
  πεσμένα φύλλα ουσ ουδ πλ
 The wild pig dug through the leaf litter looking for mushrooms.
litter vi (animal: give birth)γεννάω, γεννώ ρ αμ
 The cat littered already, the kittens are almost ready to open their eyes.
litter [sth] vtr (make a nest)φτιάχνω φωλιά για κτ περίφρ
  (με κτ)στρώνω το κλουβί για κτ περίφρ
 Tom littered the guinea pigs with fresh bedding.
litter [sth] vtr (clutter, cover)γεμίζω, καλύπτω ρ μ
  (σε κάτι)είμαι σκόρπιος, είμαι απλωμένος ρ έκφρ
 Clothes and papers littered the floor of the office.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
cat box,
litter box,
litter tray
n
(toilet box for cats)τουαλέτα γάτας φρ ως ουσ θηλ
  η άμμος της γάτας φρ ως ουσ θηλ
  δοχείο με άμμο φρ ως ουσ ουδ
 One of my son's chores is to clean out the cat box daily and add fresh litter when needed.
cat litter n uncountable (toilet material for cats)χώμα για τις γάτες περίφρ
litter bin n UK (trash can)σκουπιδοτενεκές ουσ αρσ
 A lot of people have complained about the lack of litter bins in the area.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'litter' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: put it in the litter [bin, basket, container], the cat's litter box, [streets, roads, squares] full of litter, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση litter στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «litter».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!