• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: permitted, permit

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
permitted adj (allowed)επιτρεπτός επίθ
  επιτρεπόμενος μτχ πρκ
 Food products must comply with the maximum permitted levels of mercury and other contaminants.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
permit [sth] vtr (allow)επιτρέπω ρ μ
 I will not permit that kind of language in my house!
 Δε θα επιτρέψω τέτοιου είδους λόγια μέσα στο σπίτι μου!
permit [sb] to do [sth] v expr (allow to do)επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ περίφρ
  (καθομιλουμένη)αφήνω κπ να κάνει κτ περίφρ
 Lisa's parents permitted her to go to the party.
 Οι γονείς της Λίζας της επέτρεψαν να πάει στο πάρτι.
permit n (document: license)άδεια ουσ θηλ
 You need a permit to park here.
 Χρειάζεσαι άδεια για να παρκάρεις εδώ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
permit vi (provide opportunity)το επιτρέπω αντων + ρ μ
  (λόγιος: σε γενική)επιτρέποντος μτχ ενεστ
Σχόλιο: Επιτρέποντος: συνήθως στην έκφραση «καιρού επιτρέποντος».
 I'll do that job as soon as time permits.
 We could have a picnic on Sunday, weather permitting.
permit [sth] vtr (provide opportunity for)επιτρέπω ρ μ
  δίνω τη δυνατότητα περίφρ
 These vents permit the escape of fumes from the workshop.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
permitted | permit
ΑγγλικάΕλληνικά
not permitted adj (forbidden, not allowed)δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'permitted' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση permitted στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «permitted».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!