WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
permeating adj | (spreading throughout) | διάχυτος επίθ |
| | που διαχέεται περίφρ |
| | που διαποτίζει κτ περίφρ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
permeate [sth]⇒ vtr | (physically: penetrate) | διεισδύω, εισχωρώ ρ μ |
| The drug will permeate your bloodstream in about ten minutes. |
| Το φάρμακο θα διεισδύσει (or: εισχωρήσει) στο αίμα σου σε δέκα λεπτά. |
permeate [sth] vtr | figurative (idea: pervade) (μεταφορικά) | εισχωρώ, διεισδύω ρ αμ |
| (μεταφορικά) | διαποτίζω ρ μ |
| The idea of revolution began to permeate society as a whole. |
| Η ιδέα της επανάστασης άρχισε να διεισδύει σε όλην την κοινωνία. |
| Η ιδέα της επανάστασης άρχισε να διαποτίζει όλην την κοινωνία. |
permeate⇒ vi | (penetrate, spread) (επίσημο) | διαχέομαι ρ αμ |
| People left as the odour began to permeate. |
| Οι άνθρωποι έφυγαν καθώς η οσμή άρχισε να διαχέεται. |