• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: outlined, outline

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
outlined adj (profile)σκιτσαρισμένος μτχ πρκ
  σχεδιασμένος μτχ πρκ
 The outlined figure of a man can be seen in the background of the painting.
outlined adj (summarized)που συνοψίζεται, που ανακεφαλαιώνεται περίφρ
  που περιγράφεται συνοπτικά περίφρ
  συνοπτικός επίθ
 Please follow the outlined procedure.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
outline n (contour)περίγραμμα ουσ ουδ
  (λίγο περισσότερα στοιχεία)σκιαγράφημα ουσ ουδ
 She drew the outline of her hand on the paper.
 Ζωγράφισε το περίγραμμα του χεριού της στο χαρτί.
outline [sth] vtr (draw around)σχεδιάζω το περίγραμμα του κτ έκφρ
 He outlined his hand on the paper.
 Σχεδίασε το περίγραμμα του χεριού του στο χαρτί.
outline [sth] vtr (summarize)περιγράφω κτ συνοπτικά ρ μ + επίρ
  αναφέρω τα βασικά σημεία του κτ έκφρ
  λέω κτ σε γενικές γραμμές έκφρ
 Let me outline my ideas for you.
 Άσε με να σου περιγράψω συνοπτικά τις ιδέες μου.
 Άσε με να σου πω σε γενικές γραμμές τις ιδέες μου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
outline n (profile)πρόχειρο σκίτσο επίθ + ουσ ουδ
  σκιαγράφημα ουσ ουδ
 The artist sketched an outline of the model.
outline n (general description)γενική περιγραφή επίθ + ουσ θηλ
 I'll tell you the outline of our development plans.
outline n (overview, summary)σύνοψη, περίληψη ουσ θηλ
 He didn't write his speech word for word. He would just write the outline.
outline n (draft)προσχέδιο ουσ ουδ
 First write an outline, and when your research is complete, a more detailed text.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
outline | outlined
ΑγγλικάΕλληνικά
in broad outline expr (in general)σε γενικές γραμμές έκφρ
in outline adv (in essence)στην ουσία έκφρ
 I like your idea in outline but would like some time to study the details.
rough outline n (sketchy drawing or diagram)σκίτσο ουσ ουδ
  πρόχειρο σκίτσο επίθ + ουσ ουδ
 I quickly drew a rough outline of an eye.
rough outline n (general idea or description)γενική περιγραφή, χοντρική περιγραφή επίθ + ουσ θηλ
 Here's a rough outline of the proposed web site, but it still needs refining.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'outlined' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση outlined στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «outlined».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!