WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| outlawed adj | (banned, made illegal) | απαγορευμένος μτχ πρκ |
| | | παράνομος επίθ |
| | | που έχει τεθεί εκτός νόμου έκφρ |
| | The athlete tested positive for using an outlawed substance. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| outlaw n | (criminal) | εγκληματίας ουσ αρσ/θηλ |
| | | παράνομος επίθ ως ουσ |
| | Police described the man as a desperate outlaw on the run. |
| | Η αστυνομία περιέγραψε τον άνδρα ως έναν απελπισμένο εγκληματία που προσπαθεί να διαφύγει. |
| outlaw [sth]⇒ vtr | (ban, make illegal) | απαγορεύω ρ μ |
| | (επίσημο) | θέτω εκτός νόμου περίφρ |
| | The town council wants to outlaw public drinking. |
| | Το δημοτικό συμβούλιο θέλει να απαγορεύσει την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών σε δημόσιους χώρους. |
| | Το δημοτικό συμβούλιο θέλει να θέσει εκτός νόμου την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών σε δημόσιους χώρους. |