outlaw

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈaʊtlɔː/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈaʊtˌlɔ/ ,USA pronunciation: respelling(outlô′)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
outlaw n (criminal)εγκληματίας ουσ αρσ/θηλ
  παράνομος επίθ ως ουσ
 Police described the man as a desperate outlaw on the run.
 Η αστυνομία περιέγραψε τον άνδρα ως έναν απελπισμένο εγκληματία που προσπαθεί να διαφύγει.
outlaw [sth] vtr (ban, make illegal)απαγορεύω ρ μ
  (επίσημο)θέτω εκτός νόμου περίφρ
 The town council wants to outlaw public drinking.
 Το δημοτικό συμβούλιο θέλει να απαγορεύσει την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών σε δημόσιους χώρους.
 Το δημοτικό συμβούλιο θέλει να θέσει εκτός νόμου την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών σε δημόσιους χώρους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'outlaw' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a [famous, literary, legendary] outlaw, [want, try, attempt] to outlaw, a [band, gang, mob] of outlaws, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση outlaw στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «outlaw».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!