WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
outburst n | (emotional) | ξέσπασμα ουσ ουδ |
| (μεταφορικά) | έκρηξη ουσ θηλ |
| Tom's outburst was completely unexpected; one minute he was calm, the next he was shouting furiously. |
| Το ξέσπασμα του Τομ ήταν εντελώς απροσδόκητο. Τη μια στιγμή ήταν ήρεμος και την επόμενη φώναζε αγριεμένα. |
outburst n | (sudden noise or happening) | ξέσπασμα ουσ ουδ |
| (μεταφορικά) | έκρηξη ουσ θηλ |
| We heard an outburst of shouting from the neighbours' house again. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
outburst n | (tears) | ξέσπασμα ουσ ουδ |
| (καθομ: τα κλάματα) | μπήγω ρ μ |
| Tony's only response to being fired was an outburst of tears. |
| Η μόνη αντίδραση της Τόνυ όταν την απέλυσαν ήταν ότι έμπηξε τα κλάματα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: