outdoor

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌaʊtˈdɔːr/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈaʊtˌdɔr/ ,USA pronunciation: respelling(outdôr′, -dōr′)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
outdoors adv (outside)έξω επίρ
 What are you doing in here? You should be outdoors on such a lovely day!
 Τι κάνεις εδώ μέσα; Θα έπρεπε να είσαι έξω μια τέτοια υπέροχη μέρα!
outdoor adj (not inside)εξωτερικός επίθ
  έξω επίρ
  στο εξωτερικό περίφρ
  σε εξωτερικό χώρο περίφρ
 This café has outdoor seating, which is great when it's sunny.
 Αυτό το καφέ έχει καθίσματα σε εξωτερικό χώρο, πράγμα τέλειο όταν έχει λιακάδα.
the outdoors n (open air)έξω επίρ
  εξοχή, ύπαιθρος ουσ θηλ
 When I'm not working, I love spending time in the outdoors.
 Όταν δεν εργάζομαι, λατρεύω να είμαι έξω.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
outdoor adj (liking the outdoors) (ανεπίσημο)του έξω φρ ως επίθ
  (καθομιλουμένη)που του αρέσει το έξω, που του αρέσει να είναι έξω περίφρ
 Janine is an outdoor type; she spends all day outdoors if she can.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
outdoor activity n ([sth] which is done out of doors)υπαίθρια δραστηριότητα ουσ θηλ
 My favourite outdoor activity is cycling.
outdoor cinema n (open-air movie theater)θερινός κινηματογράφος επίθ + ουσ αρσ
  θερινό σινεμά επίθ + ουσ ουδ άκλ
  (καθομιλουμένη)θερινό επίθ ως ουσ ουδ
outdoor coffee-house n (café: outside seating)καφετέρια με καθίσματα σε εξωτερικό χώρο περίφρ
  καφετέρια με τραπεζάκια έξω περίφρ
 Outdoor coffee-houses are not very popular in hot climates during the summer.
 Οι καφετέριες που έχουν τραπεζάκια έξω δεν είναι και πολύ δημοφιλείς στις πολύ ζεστές περιοχές το καλοκαίρι.
outdoor dining n (eating meals in the open air)υπαίθριο γεύμα επίθ + ουσ ουδ
  υπαίθριο δείπνο επίθ + ουσ ουδ
  (καθομ: εξωτερικός χώρος)τρώω έξω ρ αμ + επίρ
 The restaurant has a spacious terrace, making it the perfect place for outdoor dining.
outdoor swimming pool n (public baths: open-air)εξωτερική πισίνα επίθ + ουσ θηλ
 The outdoor swimming pool in Abingdon is open each summer between May and September.
outdoor theater (US),
outdoor theatre (UK)
n
(open-air arts venue)ανοιχτό θέατρο επίθ + ουσ ουδ
outdoor toilet n (lavatory situated outside)εξωτερική τουαλέτα επίθ + ουσ θηλ
  (επίσημο)εξωτερικό αποχωρητήριο επίθ + ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'outdoor' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [loves, hates] the outdoors, miss being in the outdoors, hunting, fishing, and the outdoors, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση outdoor στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «outdoor».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!