option

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈɒpʃən/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈɑpʃən/ ,USA pronunciation: respelling(opshən)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
option n (alternative)επιλογή ουσ θηλ
  εναλλακτική επίθ ως ουσ θηλ
  εναλλακτική επιλογή, πιθανή επιλογή επίθ + ουσ θηλ
 Your options are to go to university or to get a job.
 Οι επιλογές σου είναι να πας πανεπιστήμιο ή να πιάσεις δουλειά.
option n (choice)επιλογή ουσ θηλ
 Steve has no option; if he wants to keep his job, he has to put up with the boss's bad temper.
 Ο Στηβ δεν έχει επιλογή. Αν θέλει να κρατήσει τη δουλειά του, πρέπει να ανεχθεί τον ευέξαπτο χαρακτήρα του αφεντικού.
option n (extra feature: car, etc.)εξτρά, έξτρα επίθ ως ουσ ουδ άκλ
  εξτρά χαρακτηριστικό, έξτρα χαρακτηριστικό επίθ άκλ + ουσ ουδ
 This car comes with a number of options, including air conditioning, built-in GPS, and leather seats.
 Αυτό το αυτοκίνητο έρχεται με μια σειρά από εξτρά, συμπεριλαμβανομένων κλιματισμού, ενσωματωμένου GPS και δερμάτινων καθισμάτων.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
option n (finance: stock option)δικαίωμα προαίρεσης φρ ως ουσ ουδ
  οψιόν ουσ θηλ άκλ
 We have a ninety-day option on this stock.
option n (to buy or sell in future)δικαίωμα προαίρεσης φρ ως ουσ ουδ
option n (right to extend contract)δικαίωμα προαίρεσης φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
buy-back option n (option to repurchase)επιλογή επαναγοράς, δυνατότητα επαναγοράς φρ ως ουσ θηλ
ISO n initialism (finance: incentive stock option)ISO ουσ ουδ άκλ
lease option n (property scheme: rent-to-buy)σύμβαση μίσθωσης με δικαίωμα αγοράς περίφρ
option a book v expr (acquire rights to adapt for film or TV) (για τηλεόραση, σινεμά)αποκτώ δικαίωμα εκμετάλλευσης βιβλίου περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'option' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: select (additional) options at checkout, [select, review] your options before [continuing, purchasing], the available options are displayed below, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση option στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «option».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!