niche

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈniːʃ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/nɪtʃ/ ,USA pronunciation: respelling(nich)

Inflections of 'niche' (v): (⇒ conjugate)
niches
v 3rd person singular
niching
v pres p
niched
v past
niched
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
niche n (indent in wall)εσοχή ουσ θηλ
  (επίσημο: αρχιτεκτονική)κόγχη ουσ θηλ
 The worker installed the closet in a niche in the wall.
 Ο εργάτης τοποθέτησε την ντουλάπα σε μια εσοχή στον τοίχο.
niche n figurative (small market segment) (μεταφορικά: της αγοράς)κόγχη, νησίδα ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)θέση ουσ θηλ
  άνοιγμα ουσ ουδ
 The business found its niche in the market.
 Η εταιρεία βρήκε τη θέση της στην αγορά.
niche n (area of comfort) (μεταφορικά)γωνιά, φωλιά ουσ θηλ
 Baby care is Jennifer's niche; she is often asked to write articles about it.
niche n as adj (specialized)εξειδικευμένος μτχ πρκ
 The study of insects in 19th-century painting is rather a niche interest.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
niche n (biology: function of organism) (βιολογία)οικοθέση, βιοθέση ουσ θηλ
  οικολογικός θώκος επίθ + ουσ αρσ
 The wasp fills an important niche in the natural world; it's responsible for pollinating orchids.
niche [sb] vtr usually passive (put in a niche) (κάποιον σε κάτι)τοποθετώ ρ μ
  κατατάσσω, κατηγοριοποιώ ρ μ
  (κάτι σε κάποιον)αναθέτω ρ μ
  (μεταφορικά)μπαίνω σε συγκεκριμένο καλούπι έκφρ
 Ben was niched into very specific roles in his acting career because of his early roles.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
carve out a niche v expr figurative (find your role, trade)βρίσκω τον ρόλο μου περίφρ
  βρίσκω το κοινό μου περίφρ
carve out a niche for yourself v expr figurative (find your role, trade)βρίσκω την θέση μου περίφρ
  δημιουργώ το κοινό μου περίφρ
carve out a niche for yourself in [sth] v expr figurative (find your role, trade)βρίσκω τον ρόλο μου σε κτ περίφρ
  βρίσκω τη θέση μου σε κτ περίφρ
find your niche v expr (find your special role) (μεταφορικά)βρίσκω τον δρόμο μου έκφρ
 Kate found her niche working in agriculture.
niche market n (narrow consumer interest) (οικονομία)τομέας αγοράς περίφρ
  εξειδικευμένο τμήμα της αγοράς περίφρ
  εξειδικευμένη αγορά περίφρ
  μικρό κομμάτι της αγοράς περίφρ
 The company has succeeded in finding a niche market for its products.
niche product n ([sth] of specific or limited consumer interest) (οικονομία)προϊόν με περιορισμένο αγοραστικό κοινό περίφρ
  εξειδικευμένο προϊόν περίφρ
  προϊόν μικρής εξειδικευμένης αγοράς περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'niche' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a niche [product, service], a (very) niche market, is still looking for his niche, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση niche στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «niche».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!