WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| nickname n | (informal name) (καθομιλουμένη) | παρατσούκλι ουσ ουδ |
| | | ψευδώνυμο ουσ ουδ |
| | Rachel's nickname in school was "Legs" because she was very tall. |
| | Το παρατσούκλι της Ρέιτσελ στο σχολείο ήταν «Πόδια» γιατί ήταν πολύ ψηλή. |
| nickname n | (abbreviated name) | χαϊδευτικό, υποκοριστικό επίθ ως ουσ ουδ |
| | Timothy's nickname was Tim; no one ever called him by his full name except for his mother. |
| | Το χαϊδευτικό του Τίμοθυ ήταν Τιμ. Κανείς ποτέ δεν τον αποκαλούσε με ολόκληρο το όνομά του εκτός από τη μητέρα του. |
| nickname n | (computing: screen name) | ψευδώνυμο ουσ ουδ |
| | | nickname ουσ ουδ άκλ |
| | Kyle chose a nickname and password as he joined the site. |
| | Ο Κάιλ επέλεξε ένα ψευδώνυμο και κωδικό ασφαλείας όταν γράφτηκε στην ιστοσελίδα. |
| nickname [sb] [sth]⇒ vtr | (call, name informally) (κάποιον κάτι) | φωνάζω, λέω ρ μ |
| | | δίνω σε κπ το παρατσούκλι «...» περίφρ |
| | Tom nicknamed his little brother "Fish" because he spent the entire summer in the pool. |
| | Ο Τομ έδωσε στον μικρό του αδελφό το παρατσούκλι «Ψάρι» γιατί όλο το καλοκαίρι το πέρασε στην πισίνα. |