necessarily

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌnɛsəˈsɛrəli/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˌnɛsəˈsɛrəli, -ˈsɛr-/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(nes′ə sârə lē, -ser-)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
necessarily adv (inevitably, of necessity) (από ανάγκη)απαραίτητα, αναγκαστικά, υποχρεωτικά επίρ
  κατ' ανάγκη φρ ως επίρ
 Being underweight isn't necessarily unhealthy.
 Το να είναι κάποιος λιποβαρής δεν είναι απαραίτητα ανθυγιεινό.
necessarily adv (as a logical consequence) (ως λογική συνέπεια)απαραίτητα επίρ
  απαραίτητο επίθ
 It isn't necessarily so that I'll be here when you get back.
 Δεν θα είμαι απαραίτητα εδώ όταν επιστρέψεις.
 Δεν είναι απαραίτητο ότι θα είμαι εδώ όταν επιστρέψεις.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'necessarily' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση necessarily στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «necessarily».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!