• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: necked, neck

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
necked,
-necked
adj
(having a certain type of neck)με... λαιμό περίφρ
Σχόλιο: Usually used in combination: e.g., long-necked
necked,
-necked
adj
(having a certain type of collar)με... κολάρο περίφρ
Σχόλιο: Usually used in combination: e.g., square-necked
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
neck n (body part: top of spine) (σύνολο)λαιμός ουσ αρσ
  (πίσω μέρος)αυχένας ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)σβέρκος ουσ αρσ
 His neck hurt from bending it all day.
 Ο λαιμός του πονούσε επειδή ήταν όλη την ημέρα σκυμμένος.
neck n (narrow part at top of a bottle)λαιμός ουσ αρσ
 The neck broke when he tried to open the beer bottle by hitting it on a rock.
 Ο λαιμός έσπασε όταν προσπάθησε να ανοίξει το μπουκάλι της μπύρας χτυπώντας το στον βράχο.
neck n (opening at top of garment) (κλειστό ρούχο)γιακάς ουσ αρσ
  (ανοιχτό ρούχο)λαιμόκοψη ουσ θηλ
  (μεταφορικά)λαιμός ουσ αρσ
 The neck of the shirt was too small.
 Η λαιμόκοψη της μπλούζας ήταν πολύ μικρή.
neck n (narrow part of a guitar)λαιμός ουσ αρσ
 The neck of the electric guitar is made of maple.
 Ο λαιμός της ηλεκτρικής κιθάρας είναι φτιαγμένος από σφένδαμο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
neck vi informal (hug and kiss)φιλιέμαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)χαϊδολογιέμαι ρ αμ
  (αργκό)φασώνομαι ρ αμ
 The teens were seen necking behind the stadium seats.
neck [sth] vtr informal (drink quickly) (μεταφορικά)κατεβάζω ρ μ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)πίνω κτ άσπρο πάτο έκφρ
 We didn't like the atmosphere in the pub, so we necked our pints and left.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
necked | neck
ΑγγλικάΕλληνικά
bullnecked,
bull-necked
adj
(having a thick neck)χοντρολαίμης επίθ
high-necked adj (clothing: covering part of the neck)ζιβάγκο επίθ άκλ
  κλειστός στο λαιμό φρ ως επίθ
open-necked adj (shirt, blouse)με ξεκούμπωτα τα πάνω κουμπιά περίφρ
  που δεν είναι κουμπωμένος μέχρι πάνω περίφρ
 Ashley is wearing an open-necked shirt.
stiff-necked adj figurative (person: stubborn)pe
  (μεταφορικά)αγύριστο κεφάλι φρ ως επίθ άκλ
stiff-necked adj figurative (person: haughty)ψωνισμένος επίθ
  (μεταφορικά)ψώνιο ουσ ως επίθ
  (επίσημο)υπερόπτης επίθ
V-neck,
V-necked
n as adj
(having a V neck)με λαιμόκοψη σε σχήμα V περίφρ
  (καθομιλουμένη)με βε περίφρ
 I bought Sam a V-neck sweater for his birthday.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'necked' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση necked στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «necked».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!