WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| luxury n | (opulence) | πολυτέλεια ουσ θηλ |
| | Richard spent his days living in luxury. |
| | Ο Ρίτσαρντ ζούσε μέσα στην πολυτέλεια. |
| luxury n | (not necessity) | πολυτέλεια ουσ θηλ |
| | People couldn't afford the same luxuries during the recession as before. |
| | Κατά τη διάρκεια της ύφεσης, ο κόσμος δεν είχε την οικονομική δυνατότητα για τις ίδιες πολυτέλειες όπως παλαιότερα. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| luxury n | ([sth] desirable) | πολυτέλεια ουσ θηλ |
| | Ben was allowed the luxury of a free education in his country. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: