Ο όρος 'naive' παραπέμπει στον όρο 'naif'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'naive' is cross-referenced with 'naif'. It is in one or more of the lines below.
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
naive adj | (not experienced: person) | αφελής, αθώος επίθ |
| (καθομιλουμένη) | άβγαλτος, απονήρευτος επίθ |
| (λόγιος) | αμαθής, αδαής επίθ |
| Tom was still very naive when he started college. |
| Ο Τομ ήταν ακόμα πολύ άβγαλτος όταν άρχισε να φοιτά στο πανεπιστήμιο. |
naive adj | (not experienced: question, act) | αφελής επίθ |
| | απλοϊκός επίθ |
| Kyle asked a lot of naive questions. |
| Ο Κάιλ έκανε πολλές απλοϊκές ερωτήσεις. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
naive adj | (primitive) | πρωτόγονος, αρχέγονος επίθ |
| (τέχνη) | ναΐφ επίθ άκλ |
| Kate bought a rare naive painting. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
naif, naïf n | (naïve, inexperienced person) | αθώος, αφελής επίθ |
| (καθομιλουμένη) | άβγαλτος επίθ |
| (μεταφορικά: αρνητική έννοια) | πρόβατο, αρνί ουσ ουδ |
| Gary was a naif when it came to sex. |
naif, naïf adj | (naïve, inexperienced) | αθώος, αφελής επίθ |
| (καθομιλουμένη) | άβγαλτος επίθ |
| The wolf lured the naif girl into the forest. |