gullible

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈgʌləbəl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈgʌləbəl/ ,USA pronunciation: respelling(gulə bəl)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
gullible adj (easily deceived)εύπιστος, ευκολόπιστος επίθ
  αφελής επίθ
 Dana is so gullible, she would believe anything.
 Η Ντάνα είναι τόσο αφελής που θα πίστευε οτιδήποτε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'gullible' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: you are (way) too gullible, is so gullible he will believe anything, (not) gullible enough to [believe, think], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση gullible στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «gullible».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!