WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| murdered adj | (person: killed deliberately) | δολοφονημένος μτχ πρκ |
| | The murdered tourists were found on the beach. |
| | Οι δολοφονημένοι τουρίστες βρέθηκαν στην παραλία. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| murder n | (act: deliberate killing) | φόνος ουσ αρσ |
| | | δολοφονία ουσ θηλ |
| | The murder of a shopkeeper by her husband shocked the community. |
| | Ο προμελετημένος φόνος μιας εμπόρου από τον σύζυγό της συγκλόνισε την κοινωνία. |
| murder n | (crime: deliberate killing) | φόνος ουσ αρσ |
| | | δολοφονία ουσ θηλ |
| | (δολοφονία ανθρώπου) | ανθρωποκτονία ουσ θηλ |
| | He was convicted of second-degree murder. |
| | Καταδικάστηκε για φόνο (or: δολοφονία) δευτέρου βαθμού. |
| murder n | (massacre) | φόνος ουσ αρσ |
| | | δολοφονία ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | φονικό ουσ ουδ |
| | A murder was committed in this house several decades ago. |
| | Σ' αυτό το σπίτι έγινε ένα φονικό πριν από αρκετές δεκαετίες. |
| murder [sb]⇒ vtr | (kill: a person) | δολοφονώ, σκοτώνω ρ μ |
| | (μεταφορικά, αργκό) | καθαρίζω ρ μ |
| | He murdered his wife. |
| | Δολοφόνησε (or: Σκότωσε) τη γυναίκα του. |
| | Καθάρισε τη γυναίκα του. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| murder n | figurative, uncountable, slang ([sth] very difficult) (αργκό) | σκότωμα ουσ ουδ |
| | (καθομιλουμένη) | μαρτύριο, βασανιστήριο, βάσανο ουσ ουδ |
| | (μτφ, καθομιλουμένη) | θάνατος ουσ αρσ |
| | I hated doing it. It was murder! |
| | Τη σιχάθηκα αυτή τη δουλειά. Ήταν θάνατος (or: μαρτύριο)! |
| murder n | (flock of crows) | σμήνος ουσ ουδ |
| | | σμήνος από κοράκια φρ ως ουσ ουδ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία, καθώς ο αγγλικός όρος αναφέρεται μόνο σε κοράκια και όχι σε οποιαδήποτε πουλιά. |
| | A murder of crows alighted in the treetops, cackling loudly among themselves. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: