murder

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈmɜːrr/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈmɝdɚ/ ,USA pronunciation: respelling(mûrdər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
murder n (act: deliberate killing)φόνος ουσ αρσ
  δολοφονία ουσ θηλ
 The murder of a shopkeeper by her husband shocked the community.
 Ο προμελετημένος φόνος μιας εμπόρου από τον σύζυγό της συγκλόνισε την κοινωνία.
murder n (crime: deliberate killing)φόνος ουσ αρσ
  δολοφονία ουσ θηλ
  (δολοφονία ανθρώπου)ανθρωποκτονία ουσ θηλ
 He was convicted of second-degree murder.
 Καταδικάστηκε για φόνο (or: δολοφονία) δευτέρου βαθμού.
murder n (massacre)φόνος ουσ αρσ
  δολοφονία ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)φονικό ουσ ουδ
 A murder was committed in this house several decades ago.
 Σ' αυτό το σπίτι έγινε ένα φονικό πριν από αρκετές δεκαετίες.
murder [sb] vtr (kill: a person)δολοφονώ, σκοτώνω ρ μ
  (μεταφορικά, αργκό)καθαρίζω ρ μ
 He murdered his wife.
 Δολοφόνησε (or: Σκότωσε) τη γυναίκα του.
 Καθάρισε τη γυναίκα του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
murder n figurative, uncountable, slang ([sth] very difficult) (αργκό)σκότωμα ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)μαρτύριο, βασανιστήριο, βάσανο ουσ ουδ
  (μτφ, καθομιλουμένη)θάνατος ουσ αρσ
 I hated doing it. It was murder!
 Τη σιχάθηκα αυτή τη δουλειά. Ήταν θάνατος (or: μαρτύριο)!
murder n (flock of crows)σμήνος ουσ ουδ
  σμήνος από κοράκια φρ ως ουσ ουδ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία, καθώς ο αγγλικός όρος αναφέρεται μόνο σε κοράκια και όχι σε οποιαδήποτε πουλιά.
 A murder of crows alighted in the treetops, cackling loudly among themselves.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
attempted murder n (law: unsuccessful planned killing)απόπειρα φόνου φρ ως ουσ θηλ
 A 47-year-old man from Barnsley has been charged with attempted murder.
commit murder vtr + n (kill [sb] deliberately) (σκοτώνω κάποιον από πρόθεση)δολοφονώ, φονεύω ρ μ
  (επίσημο)διαπράττω φόνο έκφρ
  (αργκό, μεταφορικά)τρώω, καθαρίζω ρ μ
 The court found Anderson guilty of committing murder.
felony murder (law)φόνος που εκτελείται στο πλαίσιο άλλης κακουργηματικής πράξης
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
get away with murder v expr figurative, informal (never be punished) (μεταφορικά)τη βγάζω καθαρή έκφρ
  την γλιτώνω έκφρ
 Somehow Joe always seems to get away with murder.
mass murder n (killing of many people)μαζική δολοφονία επίθ + ουσ θηλ
 Nothing justifies the mass murder of civilians.
murder case n (murder incident)υπόθεση φόνου φρ ως ουσ θηλ
  φόνος ουσ αρσ
  περιστατικό φόνου φρ ως ουσ ουδ
murder case n (police, court case)υπόθεση φόνου φρ ως ουσ θηλ
murder mystery n (detective story, thriller) (βιβλίο)αστυνομικό μυθιστόρημα επίθ + ουσ ουδ
  (κινηματογράφος)αστυνομική ταινία επίθ + ουσ θηλ
 The British author Agatha Christie is best-known for her murder mysteries.
murder weapon n (item used in homicide)φονικό όπλο επίθ + ουσ ουδ
  όπλο του φόνου φρ ως ουσ ουδ
 The police say that they have found the murder weapon.
ritual murder n (religion: human sacrifice)ανθρωποθυσία ουσ θηλ
 The Aztecs frequently staged ritual murders to appease their gods.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'murder' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: murder a [civilian, woman, child], the [brutal, senseless] murder of, a murder [novel, mystery], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση murder στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «murder».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!