mother

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈmʌðər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈmʌðɚ/ ,USA pronunciation: respelling(muᵺər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mother,
Mother
n
(female parent)μητέρα ουσ θηλ
  (καθομ, λαϊκότροπο, λόγιο)μάνα ουσ θηλ
Σχόλιο: Takes a capital letter when used as a direct term of address
 I love my mother with all my heart.
 Life changes when you become a mother.
 Αγαπάω τη μητέρα μου με όλη μου την καρδιά. // Η ζωή αλλάζει όταν γίνεσαι μητέρα.
 Αγαπάω τη μάνα μου με όλη μου την καρδιά. // Η ζωή αλλάζει όταν γίνεσαι μάνα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Mother interj (female parent: in direct address) (ως προσφώνηση)μητέρα ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)μάνα ουσ θηλ
 Mother! Where did you go? May I have some more cake, Mother?
 Μητέρα! Που πήγες; Μπορώ να φάω λίγο ακόμα κέικ, μητέρα;
the mother of [sth] n figurative (cause) (μεταφορικά: με γενική)μητέρα ουσ θηλ
  (επίσημο, λόγιος)μήτηρ ουσ θηλ
 Some think that diplomacy is the mother of inaction.
 Κάποιοι πιστεύουν ότι η διπλωματία είναι η μητέρα της αδράνειας.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο δάσκαλός μας έλεγε πάντα πως «αργία, μήτηρ πάσης κακίας».
mother n figurative (maternal quality) (μεταφορικά)μητέρα ουσ θηλ
 It is the mother in her that leads to her kindness and patience.
 Είναι η μητέρα μέσα της που εξηγεί την ευγένεια και την υπομονή της.
Mother n (Mother Superior) (μεταξύ μοναζουσών)Μητέρα ουσ θηλ
  ηγουμένη ουσ θηλ
 Mother Superior is always early for mass.
 Η Μητέρα (or: ηγουμένη) έρχεται πάντα νωρίς στη λειτουργία.
mother n as adj (motherly, maternal)μητρικός επίθ
  της μητέρας περίφρ
 Mother love is the source of endless tolerance.
 Η μητρική αγάπη είναι η πηγή της αστείρευτης ανεκτικότητας.
 Η αγάπη της μητέρας είναι η πηγή της αστείρευτης ανεκτικότητας.
mother n as adj (mother animal)μητέρα ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη, παιδικό)μαμά ουσ θηλ
 The mother bear ferociously protected her cubs.
 Η μητέρα (or: μαμά) αρκούδα προστάτεψε με πάθος τα μικρά της.
mother [sb] vtr (be the mother of) (παιδιά)κάνω ρ μ
  είμαι μητέρα ρ έκφρ
  γίνομαι μητέρα ρ έκφρ
 I think that Julie will mother lots of children.
 Πιστεύω ότι η Τζούλι θα κάνει πολλά παιδιά.
 Πιστεύω ότι η Τζούλι θα γίνει μητέρα πολλών παιδιών.
mother [sth] vtr (give birth to)γεννάω, γεννώ ρ μ
 The wolf mothered two cubs.
 Η λύκαινα γέννησε δύο μικρά.
mother [sb/sth] vtr (protect, nurture)φροντίζω ρ μ
 They mother their families, making sure that there is proper food and clothing.
 Φροντίζουν τις οικογένειές τους, διασφαλίζοντας ότι θα υπάρχει κατάλληλο φαγητό και ρούχα.
mother [sb] vtr (act like a mother to) (καθομιλουμένη)νταντεύω ρ μ
 Stop mothering me. You are my girlfriend, not my mom.
 Σταμάτα να με νταντεύεις. Είσαι η κοπέλα μου, όχι η μαμά μου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
birth mother n (biological female parent)βιολογική μητέρα επίθ + ουσ θηλ
 My adoptive mother helped me find my birth mother.
den mother n US (female scout leader)αρχιπροσκοπίνα ουσ θηλ
 Most of what the young scouts had been taught came from their den mother.
 Τα περισσότερα από τα πράγματα που έμαθαν οι νεαρές προσκοπίνες, τους τα δίδαξε η αρχιπροσκοπίνα τους.
den mother n US, figurative (woman: social organizer) (ΗΠΑ, μεταφορικά)που συμπεριφέρεται ως αρχιπροσκοπίνα έκφρ
 Jack is the den mother of the office staff, always arranging little social gatherings and the like.
foster mother n (mother by temporary adoption)θετή μητέρα ουσ θηλ
 My foster mother loved me as dearly as her own children.
mother's boy,
mama's boy (US),
mamma's boy (US),
momma's boy (US),
mummy's boy (UK)
n
informal, pejorative (man overly attached to his mother) (ανεπίσημο)μαμάκιας ουσ αρσ
  το παιδί της μαμάς φρ ως ουσ ουδ
 Tim's mother has him tied to her apron strings; he's become a mama's boy.
mother company n (business that owns a subsidiary) (μεταφορικά)μητρική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ
mother country n (country of birth, native land)γενέτειρα,πατρίδα ουσ θηλ
 A patriot is willing to sacrifice for the mother country.
Mother Earth,
mother earth
n
(Planet Earth)Μητέρα Γη φρ ως ουσ θηλ κύρ
  (καθομιλουμένη)Μάνα Γη φρ ως ουσ θηλ κύρ
mother figure n ([sb] maternal or nurturing)μητρική φιγούρα ουσ θηλ
mother figure n (female guardian)γυναίκα με μητρικό ρόλο έκφρ
Mother Goose n UK (pantomime)είδος χριστουγεννιάτικης θεατρικής επιθεώρησης
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
mother goose,
Mother Goose
adj
(nursery-rhyme, nursery-story) (παράδοση Ηνωμένου Βασιλείου)παιδική ιστορία
  παιδικό τραγουδάκι
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
Mother Goose n US (fictional nursery rhyme author)ηλικιωμένη γυναίκα η οποία λέγεται ότι έγραψε κάποιες παιδικές ιστορίες και τραγούδια τον 18ο αιώνα
  (προσωνύμιο: πηγές για τη Μασαχουσέτη)σύζυγος φεουδάρχη της Βοστώνης, η οποία έγραψε παιδικές ιστορίες στα τέλη του 17ου αιώνα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. Ο εικονογράφος Άρθουρ Ράκχαμ την έχει παρουσιάσει ως άτομο με μυτερή μύτη, το οποίο ιππεύει ανάποδα μια ιπτάμενη χήνα.
mother hen n figurative (overprotective woman)υπερπροστατευτική γυναίκα επίθ + ουσ θηλ
  (γενικά)υπερπροστατευτικός επίθ
mother lode n (vein of precious metal) (μεταφορικά)φλέβα ουσ θηλ
 The miners struck the mother lode and dug out tons of gold ore.
mother love n (affection felt by a mother for her child)μητρική αγάπη ουσ θηλ
Mother Nature n figurative (personification of natural world)Μητέρα Φύση φρ ως ουσ θηλ κύρ
  (καθομιλουμένη)Μάνα Φύση φρ ως ουσ θηλ κύρ
 The developers built everywhere, with no regard for Mother Nature.
mother of the bride n (female parent of a woman getting married)μητέρα της νύφης περίφρ
  (καθομιλουμένη)μάνα της νύφης, μαμά της νύφης περίφρ
 The mother of the bride wore purple at the wedding.
mother ship (nautical)μητρικό σκάφος επίθ + ουσ ουδ
  πλοίο ανεφοδιασμού φρ ως ουσ ουδ
mother superior,
Mother Superior
n
(abbess: head nun) (μοναστήρι)ηγουμένη ουσ θηλ
mother tongue,
mother language
n
(native language)μητρική γλώσσα επίθ + ουσ θηλ
 Juan's mother tongue is Spanish.
 Η μητρική γλώσσα του Χουάν είναι τα ισπανικά.
mother-in-law n (spouse's mother)πεθερά ουσ θηλ
 Stephen always got on very well with his mother-in-law.
mother-of-pearl adj (made of mother-of-pearl)από σεντέφι, από σιντέφι, από φίλντισι περίφρ
  από μάργαρο περίφρ
mother-of-pearl adj figurative (nacreous, pearlescent)γυαλιστερός επίθ
  περλέ επίθ άκλ
  που λάμπει σαν μαργαριτάρι περίφρ
mother-of-pearl n (pearlescent interior of mollusc shell) (καθομιλουμένη)σεντέφι, σιντέφι, φίλντισι ουσ ουδ
  μαργαροκόγχη, μαργαριταρόριζα ουσ θηλ
  μάργαρο ουσ ουδ
  (λόγιος)μάργαρος ουσ αρσ/θηλ
Σχόλιο: Η ορθότητα της απόδοσης «φίλντισι» αμφισβητείται, αλλά χρησιμοποιείται ευρέως στην καθομιλουμένη.
mother-to-be n (pregnant woman)μέλλουσα μητέρα επίθ + ουσ θηλ
Mother's Day,
also UK: Mothering Sunday
n
(celebration for mothers)γιορτή της μητέρας περίφρ
 What date is Mother's Day this year?
mother's milk n (woman's breast milk) (κυριολεκτικά)μητρικό γάλα επίθ + ουσ θηλ
mother's milk n figurative (nourishment) (μεταφορικά)διατροφή,θρέψη ουσ θηλ
Necessity is the mother of invention n (need inspires solutions)η ανάγκη τέχνας κατεργάζεται έκφρ
  πενία τέχνας κατεργάζεται έκφρ
 It is said that necessity is the mother of invention.
queen mother,
Queen Mother
n
(mother of a reigning monarch)βασιλομήτωρ ουσ θηλ
 The Queen Mother made her views on horse racing very clear: she loved it!
single mother n (female parent without a partner)ανύπαντρη μητέρα ουσ θηλ
 She's been a single mother since her husband died last year.
stepmother,
step-mother
n
(parent's wife)μητριά ουσ θηλ
  (αν γίνει υιοθεσία)θετή μητέρα επίθ + ουσ θηλ
 Did your stepmother inherit all of your dad's estate?
 Η μητριά σου κληρονόμησε όλη την περιουσία του πατέρα σου;
stepmother,
step-mother
n
(wicked figure in fairy tales)μητριά ουσ θηλ
  κακιά μητριά επίθ + ουσ θηλ
 In fairy tales the stepmother is often wicked and hates children.
 Στα παραμύθια, η μητριά είναι συχνά κακιά και μισεί τα παιδιά.
surrogate mother n (woman who carries another's baby)παρένθετη μητέρα επίθ + ουσ θηλ
working mother n (mother who has job)εργαζόμενη μητέρα επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'mother' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: mothered [five children, a son, two daughters], a [young, teen, teenage, first-time, single] mother, let mother nature [take, play] her course, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση mother στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «mother».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!