Επιπλέον μεταφράσεις |
Mother interj | (female parent: in direct address) (ως προσφώνηση) | μητέρα ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | μάνα ουσ θηλ |
| Mother! Where did you go? May I have some more cake, Mother? |
| Μητέρα! Που πήγες; Μπορώ να φάω λίγο ακόμα κέικ, μητέρα; |
the mother of [sth] n | figurative (cause) (μεταφορικά: με γενική) | μητέρα ουσ θηλ |
| (επίσημο, λόγιος) | μήτηρ ουσ θηλ |
| Some think that diplomacy is the mother of inaction. |
| Κάποιοι πιστεύουν ότι η διπλωματία είναι η μητέρα της αδράνειας. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο δάσκαλός μας έλεγε πάντα πως «αργία, μήτηρ πάσης κακίας». |
mother n | figurative (maternal quality) (μεταφορικά) | μητέρα ουσ θηλ |
| It is the mother in her that leads to her kindness and patience. |
| Είναι η μητέρα μέσα της που εξηγεί την ευγένεια και την υπομονή της. |
Mother n | (Mother Superior) (μεταξύ μοναζουσών) | Μητέρα ουσ θηλ |
| | ηγουμένη ουσ θηλ |
| Mother Superior is always early for mass. |
| Η Μητέρα (or: ηγουμένη) έρχεται πάντα νωρίς στη λειτουργία. |
mother n as adj | (motherly, maternal) | μητρικός επίθ |
| | της μητέρας περίφρ |
| Mother love is the source of endless tolerance. |
| Η μητρική αγάπη είναι η πηγή της αστείρευτης ανεκτικότητας. |
| Η αγάπη της μητέρας είναι η πηγή της αστείρευτης ανεκτικότητας. |
mother n as adj | (mother animal) | μητέρα ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη, παιδικό) | μαμά ουσ θηλ |
| The mother bear ferociously protected her cubs. |
| Η μητέρα (or: μαμά) αρκούδα προστάτεψε με πάθος τα μικρά της. |
mother [sb]⇒ vtr | (be the mother of) (παιδιά) | κάνω ρ μ |
| | είμαι μητέρα ρ έκφρ |
| | γίνομαι μητέρα ρ έκφρ |
| I think that Julie will mother lots of children. |
| Πιστεύω ότι η Τζούλι θα κάνει πολλά παιδιά. |
| Πιστεύω ότι η Τζούλι θα γίνει μητέρα πολλών παιδιών. |
mother [sth]⇒ vtr | (give birth to) | γεννάω, γεννώ ρ μ |
| The wolf mothered two cubs. |
| Η λύκαινα γέννησε δύο μικρά. |
mother [sb/sth]⇒ vtr | (protect, nurture) | φροντίζω ρ μ |
| They mother their families, making sure that there is proper food and clothing. |
| Φροντίζουν τις οικογένειές τους, διασφαλίζοντας ότι θα υπάρχει κατάλληλο φαγητό και ρούχα. |
mother [sb]⇒ vtr | (act like a mother to) (καθομιλουμένη) | νταντεύω ρ μ |
| Stop mothering me. You are my girlfriend, not my mom. |
| Σταμάτα να με νταντεύεις. Είσαι η κοπέλα μου, όχι η μαμά μου. |
Σύνθετοι τύποι:
|
birth mother n | (biological female parent) | βιολογική μητέρα επίθ + ουσ θηλ |
| My adoptive mother helped me find my birth mother. |
den mother n | US (female scout leader) | αρχιπροσκοπίνα ουσ θηλ |
| Most of what the young scouts had been taught came from their den mother. |
| Τα περισσότερα από τα πράγματα που έμαθαν οι νεαρές προσκοπίνες, τους τα δίδαξε η αρχιπροσκοπίνα τους. |
den mother n | US, figurative (woman: social organizer) (ΗΠΑ, μεταφορικά) | που συμπεριφέρεται ως αρχιπροσκοπίνα έκφρ |
| Jack is the den mother of the office staff, always arranging little social gatherings and the like. |
foster mother n | (mother by temporary adoption) | θετή μητέρα ουσ θηλ |
| My foster mother loved me as dearly as her own children. |
mother's boy, mama's boy (US), mamma's boy (US), momma's boy (US), mummy's boy (UK) n | informal, pejorative (man overly attached to his mother) (ανεπίσημο) | μαμάκιας ουσ αρσ |
| | το παιδί της μαμάς φρ ως ουσ ουδ |
| Tim's mother has him tied to her apron strings; he's become a mama's boy. |
mother company n | (business that owns a subsidiary) (μεταφορικά) | μητρική εταιρεία επίθ + ουσ θηλ |
mother country n | (country of birth, native land) | γενέτειρα,πατρίδα ουσ θηλ |
| A patriot is willing to sacrifice for the mother country. |
Mother Earth, mother earth n | (Planet Earth) | Μητέρα Γη φρ ως ουσ θηλ κύρ |
| (καθομιλουμένη) | Μάνα Γη φρ ως ουσ θηλ κύρ |
mother figure n | ([sb] maternal or nurturing) | μητρική φιγούρα ουσ θηλ |
mother figure n | (female guardian) | γυναίκα με μητρικό ρόλο έκφρ |
Mother Goose n | UK (pantomime) | είδος χριστουγεννιάτικης θεατρικής επιθεώρησης |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
mother goose, Mother Goose adj | (nursery-rhyme, nursery-story) (παράδοση Ηνωμένου Βασιλείου) | παιδική ιστορία |
| | παιδικό τραγουδάκι |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
Mother Goose n | US (fictional nursery rhyme author) | ηλικιωμένη γυναίκα η οποία λέγεται ότι έγραψε κάποιες παιδικές ιστορίες και τραγούδια τον 18ο αιώνα |
| (προσωνύμιο: πηγές για τη Μασαχουσέτη) | σύζυγος φεουδάρχη της Βοστώνης, η οποία έγραψε παιδικές ιστορίες στα τέλη του 17ου αιώνα |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. Ο εικονογράφος Άρθουρ Ράκχαμ την έχει παρουσιάσει ως άτομο με μυτερή μύτη, το οποίο ιππεύει ανάποδα μια ιπτάμενη χήνα. |
mother hen n | figurative (overprotective woman) | υπερπροστατευτική γυναίκα επίθ + ουσ θηλ |
| (γενικά) | υπερπροστατευτικός επίθ |
mother lode n | (vein of precious metal) (μεταφορικά) | φλέβα ουσ θηλ |
| The miners struck the mother lode and dug out tons of gold ore. |
mother love n | (affection felt by a mother for her child) | μητρική αγάπη ουσ θηλ |
Mother Nature n | figurative (personification of natural world) | Μητέρα Φύση φρ ως ουσ θηλ κύρ |
| (καθομιλουμένη) | Μάνα Φύση φρ ως ουσ θηλ κύρ |
| The developers built everywhere, with no regard for Mother Nature. |
mother of the bride n | (female parent of a woman getting married) | μητέρα της νύφης περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | μάνα της νύφης, μαμά της νύφης περίφρ |
| The mother of the bride wore purple at the wedding. |
mother ship | (nautical) | μητρικό σκάφος επίθ + ουσ ουδ |
| | πλοίο ανεφοδιασμού φρ ως ουσ ουδ |
mother superior, Mother Superior n | (abbess: head nun) (μοναστήρι) | ηγουμένη ουσ θηλ |
mother tongue, mother language n | (native language) | μητρική γλώσσα επίθ + ουσ θηλ |
| Juan's mother tongue is Spanish. |
| Η μητρική γλώσσα του Χουάν είναι τα ισπανικά. |
mother-in-law n | (spouse's mother) | πεθερά ουσ θηλ |
| Stephen always got on very well with his mother-in-law. |
mother-of-pearl adj | (made of mother-of-pearl) | από σεντέφι, από σιντέφι, από φίλντισι περίφρ |
| | από μάργαρο περίφρ |
mother-of-pearl adj | figurative (nacreous, pearlescent) | γυαλιστερός επίθ |
| | περλέ επίθ άκλ |
| | που λάμπει σαν μαργαριτάρι περίφρ |
mother-of-pearl n | (pearlescent interior of mollusc shell) (καθομιλουμένη) | σεντέφι, σιντέφι, φίλντισι ουσ ουδ |
| | μαργαροκόγχη, μαργαριταρόριζα ουσ θηλ |
| | μάργαρο ουσ ουδ |
| (λόγιος) | μάργαρος ουσ αρσ/θηλ |
Σχόλιο: Η ορθότητα της απόδοσης «φίλντισι» αμφισβητείται, αλλά χρησιμοποιείται ευρέως στην καθομιλουμένη. |
mother-to-be n | (pregnant woman) | μέλλουσα μητέρα επίθ + ουσ θηλ |
Mother's Day, also UK: Mothering Sunday n | (celebration for mothers) | γιορτή της μητέρας περίφρ |
| What date is Mother's Day this year? |
mother's milk n | (woman's breast milk) (κυριολεκτικά) | μητρικό γάλα επίθ + ουσ θηλ |
mother's milk n | figurative (nourishment) (μεταφορικά) | διατροφή,θρέψη ουσ θηλ |
Necessity is the mother of invention n | (need inspires solutions) | η ανάγκη τέχνας κατεργάζεται έκφρ |
| | πενία τέχνας κατεργάζεται έκφρ |
| It is said that necessity is the mother of invention. |
queen mother, Queen Mother n | (mother of a reigning monarch) | βασιλομήτωρ ουσ θηλ |
| The Queen Mother made her views on horse racing very clear: she loved it! |
single mother n | (female parent without a partner) | ανύπαντρη μητέρα ουσ θηλ |
| She's been a single mother since her husband died last year. |
stepmother, step-mother n | (parent's wife) | μητριά ουσ θηλ |
| (αν γίνει υιοθεσία) | θετή μητέρα επίθ + ουσ θηλ |
| Did your stepmother inherit all of your dad's estate? |
| Η μητριά σου κληρονόμησε όλη την περιουσία του πατέρα σου; |
stepmother, step-mother n | (wicked figure in fairy tales) | μητριά ουσ θηλ |
| | κακιά μητριά επίθ + ουσ θηλ |
| In fairy tales the stepmother is often wicked and hates children. |
| Στα παραμύθια, η μητριά είναι συχνά κακιά και μισεί τα παιδιά. |
surrogate mother n | (woman who carries another's baby) | παρένθετη μητέρα επίθ + ουσ θηλ |
working mother n | (mother who has job) | εργαζόμενη μητέρα επίθ + ουσ θηλ |