mom

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈmɒm/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/mɑm/ ,USA pronunciation: respelling(mom)

  • WordReference
  • Definition
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mom n US, Can, S.Africa, UK regional, informal (mother)μαμά ουσ θηλ
 Susan's mom is really nice.
 Η μαμά της Σούζαν είναι πολύ καλή.
Mom n US, Can, S.Africa, UK regional, informal (Mother: in direct address)μαμά ουσ θηλ
 Hi, Mom. What's for dinner?
 Γεια σου, μαμά. Τι έχουμε για βραδινό;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
soccer mom n figurative, informal, US (busy middle-class mother)μαμά πλήρους απασχόλησης φρ ως ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. Αναφέρεται σε μια μητέρα που περνά πολύ χρόνο πηγαινοφέρνοντας τα παιδιά της σε διάφορες δραστηριότητες.
stepmom (mainly US),
step-mom (mainly US),
stepmum (UK),
step-mum (UK)
n
informal (parent's wife)μητριά ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'mom' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a [young, teen, teenage, first-time, single] mom, wearing mom jeans, a [caring, loving, cruel, kind, protective] mom, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση mom στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «mom».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!