mistaken

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/mɪˈsteɪkən/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/mɪˈsteɪkən/ ,USA pronunciation: respelling(mi stākən)

From the verb mistake: (⇒ conjugate)
mistaken is: Click the infinitive to see all available inflections
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: mistaken, mistake

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mistaken adj (person: incorrect)που έχει κάνει λάθος, που έχει σφάλει περίφρ
 Richard was mistaken when he thought he would win the lottery.
mistaken adj (idea: incorrect)λανθασμένος, εσφαλμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)λάθος ουσ ως επίθ
 The teacher tried to correct the student's mistaken ideas about history.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mistake n (error)λάθος ουσ ουδ
  (επίσημο)σφάλμα ουσ ουδ
 I'm sorry but I made a mistake. The correct number is four.
 Συγγνώμη, έκανα λάθος. Το σωστό νούμερο είναι τέσσερα.
mistake n (wrong act or decision)λάθος ουσ ουδ
  (επίσημο)σφάλμα ουσ ουδ
 I should have given him the job: I made a mistake there.
 Έπρεπε να του είχα δώσει τη δουλειά. Έκανα λάθος.
mistake [sb] for [sb] else vtr (identify wrongly) (καθομιλουμένη)μπερδεύω κάποιον με κάποιον άλλο, περνάω κάποιον για κάποιον άλλο περίφρ
 I didn't recognize her voice and mistook her for Jenny.
 Δεν αναγνώρισα τη φωνή της και την μπέρδεψα με την Τζένη.
 Δεν αναγνώρισα τη φωνή της και την πέρασα για την Τζένη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mistake [sth] for [sth] else vtr (choose wrongly) (καθομιλουμένη)περνάω κάτι για περίφρ
 I mistook the car for a newer model and paid too much for it.
 Πέρασα το αυτοκίνητο για νεότερο μοντέλο και το πλήρωσα πολύ ακριβά.
mistake [sth] vtr (misunderstand)παρεξηγώ, παρανοώ, παρερμηνεύω ρ μ
 He mistook her remarks as being in favour of the change.
 Παρεξήγησε (or: Παρανόησε) τις παρατηρήσεις της και θεώρησε ότι ήταν υπέρ της αλλαγής.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
mistaken | mistake
ΑγγλικάΕλληνικά
mistaken identity n (when [sb] is identified as [sb] else) (από αστυνομία)λάθος ταυτοποίηση περίφρ
  εσφαλμένη ταυτοποίηση, λανθασμένη ταυτοποίηση περίφρ
 He was taken into custody for a case of mistaken identity.
not to be mistaken for [sth/sb],
not to be confused with [sth/sb]
expr
(as distinct from [sth] else)δεν θα πρέπει να συγχέεται με κπ/κτ περίφρ
  δεν θα πρέπει να θεωρείται κπ/κτ περίφρ
  (λόγια)δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως κτ περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'mistaken' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a mistaken [view, interpretation, impression, sense, understanding] (of), a mistaken [view] of the situation, a mistaken [idea, notion, concept], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση mistaken στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «mistaken».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!