WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| deluded adj | (mistaken, misled) | που κάνει λάθος, που έχει παρανοήσει περίφρ |
| | | που απατάται περίφρ |
| | | που έχει παρανοήσει κτ περίφρ |
| | (καθομιλουμένη, αποδοκιμασίας) | γελασμένος μτχ πρκ |
| | Jane tried to explain to the deluded student that his essay did not deserve an A. |
| | You are deluded if you think I would eat that mess. |
| | Η Τζέιν προσπάθησε να εξηγήσει στον μαθητή που είχε παρανοήσει ότι η έκθεσή του δεν άξιζε άριστα. |
| | Η Τζέιν προσπάθησε να εξηγήσει στον μαθητή που είχε παρανοήσει τα πράγματα ότι η έκθεσή του δεν άξιζε άριστα. |
| | Είσαι γελασμένος αν πιστεύεις ότι θα φάω αυτό το χάλι. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| delude [sb]⇒ vtr | (mislead, fool) | παραπλανώ, εξαπατώ ρ μ |
| | | ξεγελάω, ξεγελώ ρ μ |
| | The lawyer deluded the new clients about the actual possibility of winning the case. |
| delude [sb] into doing [sth] v expr | (mislead into doing [sth]) | παραπλανώ κπ για να κάνει κτ, παραπλανώ κπ κάνοντάς τον να κάνει κτ έκφρ |
| | | ξεγελάω κπ ώστε να κάνει κτ, ξεγελώ κπ ώστε να κάνει κτ έκφρ |
| | Don't let the politicians delude you into thinking that the proposal is in the best interest of the country. |
| delude yourself vtr + refl | (be mistaken) | απατώμαι ρ αμ |
| | | τρέφω αυταπάτες ρ μ + ουσ θηλ πλ |
| | If you think that politician is honest, you're deluding yourself! |
| delude yourself into doing [sth] v expr | (think, believe, etc. mistakenly) | τρέφω αυταπάτες και κάνω κτ περίφρ |
| | | αυταπατώμαι κάνοντας κτ περίφρ |
| | | κοροϊδεύω τον εαυτό μου κάνοντας κτ περίφρ |
| | Don't delude yourself into thinking that your life would be better in another city. |