WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
maroon n | (burgundy colour) (κατά λέξη: μόδα) | maroon ουσ ουδ άκλ |
| (πιο απλά) | μπορντό ουσ ουδ άκλ |
| | βυσσινί ουσ ουδ άκλ |
| (περιγραφικά) | καστανοκόκκινο επίθ ως ουσ ουδ |
| Tom went to the store to buy some more maroon to finish painting the wall. |
| Ο Τομ πήγε στο κατάστημα για να αγοράσει ακόμη λίγο βυσσινί για να τελειώσει το βάψιμο του τοίχου. |
maroon adj | (colour) (κατά λέξη: μόδα) | σε χρώμα maroon, σε maroon περίφρ |
| (πιο απλά) | μπορντό επίθ άκλ |
| | βυσσινής επίθ |
| (περιγραφικά) | καστανοκόκκινος επίθ |
| Sean's grandmother always gave him a maroon sweater for Christmas. |
| Η γιαγιά του Σων πάντα του χάριζε ένα μπορντό πουλόβερ για τα Χριστούγεννα. |
maroon [sb]⇒ vtr | (on island) | εγκαταλείπω ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | παρατάω, παρατώ ρ μ |
| The ship marooned a sailor on the island because he stole supplies. |
| Το πλοίο παράτησε έναν ναύτη στο νησί γιατί έκλεβε προμήθειες. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
maroon, Maroon n | historical (fugitive slave) (ιστορικό: Αφρικανοί) | Maroon ουσ αρσ άκλ |
| A group of American Spanish slaves and their descendants are called the Maroons. |
maroon n | (abandoned person) | εγκαταλελειμμένος μτχ πρκ |
| (ειδικότερα) | εγκαταλελειμμένος ναύτης μτχ πρκ + ουσ αρσ |
| A maroon survived on a tropical island for three years before being rescued. |
maroon [sb] vtr | (leave isolated) | εγκαταλείπω ρ μ |
| | αφήνω κπ αβοήθητο, αφήνω κπ στην τύχη του περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | παρατάω, παρατώ ρ μ |
| When the recession hit, the company marooned Tim in unemployment without any help. |