• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: marred, mar

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
marred adj (disfigured, defaced)χαλασμένος μτχ πρκ
  φθαρμένος μτχ πρκ
  (πιο μεγάλη ζημιά)κατεστραμμένος μτχ πρκ
 The painting was marred by a careless mark in ballpoint pen.
marred adj (spoiled, impaired)αμαυρωμένος μτχ πρκ
  (πιο έντονο)κατεστραμμένος μτχ πρκ
  λανθασμένος μτχ πρκ
 The team's approach was marred from the start, as only half of the members agreed with it.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mar [sth] vtr (disfigure, deface)χαλάω, χαλώ ρ μ
  προκαλώ φθορά σε κτ περίφρ
  (πιο μεγάλη ζημιά)καταστρέφω ρ μ
 The accident marred the painting.
mar [sth] vtr (spoil, impair)χαλάω, χαλώ ρ μ
  (πιο έντονο)καταστρέφω ρ μ
 A disagreement between family members marred the wedding reception.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση marred στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «marred».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!