mailing

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈmeɪlɪŋ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(māling)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: mailing, mail

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mailing n (marketing: mass mailing)διαφημιστικό υλικό που στέλνεται μαζικά
 We got a mailing the other day about life insurance.
 Τις προάλλες λάβαμε διαφημιστικό υλικό για μια ασφάλεια ζωής.
mailing n (act of sending, posting)αποστολή, ταχυδρόμηση ουσ θηλ
 Let me know when the boxes are ready for mailing and I'll take them to the post office.
mailing adj (envelope, tube: for mailing)ταχυδρομικός επίθ
 Mailing envelopes come in several standard sizes.
 Οι ταχυδρομικοί φάκελοι βγαίνουν σε διάφορα στάνταρ μεγέθη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mail n mainly US, uncountable (postal delivery)ταχυδρομείο ουσ ουδ
  αλληλογραφία ουσ θηλ
 The mail has not arrived yet.
 Δεν έφτασε ακόμη το ταχυδρομείο.
mail n uncountable (postal system)ταχυδρομείο ουσ ουδ
  ταχυδρομική υπηρεσία επίθ + ουσ θηλ
 The mail in other countries is slow.
 Το ταχυδρομείο σε άλλες χώρες είναι πολύ αργό.
 Η ταχυδρομική υπηρεσία σε άλλες χώρες είναι πολύ αργή.
mail n mainly US, uncountable (letters, parcels, etc.)αλληλογραφία ουσ θηλ
 I put today's mail on the table.
 Άφησα τη σημερινή αλληλογραφία στο τραπέζι.
mail n (e-mail)mail, email, e-mail ουσ ουδ άκλ
  (γενικά)ηλεκτρονικό ταχυδρομείο επίθ + ουσ ουδ
  (κάθε μήνυμα)μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου φρ ως ουσ ουδ
 My computer makes a sound to let me know I've got mail.
 Ο υπολογιστής μου κάνει έναν ήχο κάθε φορά που έχω mail.
mail n as adj (postal)ταχυδρομικός επίθ
 Steve and his wife are both mail workers.
 Ο Στιβ και η γυναίκα του είναι και οι δύο ταχυδρομικοί υπάλληλοι.
mail [sth] vtr mainly US, uncountable (send by post)ταχυδρομώ ρ μ
  στέλνω ρ μ
  (κατά λέξη)στέλνω ταχυδρομικά, στέλνω μέσω ταχυδρομείου περίφρ
 I'm going to mail a letter today.
 Θα ταχυδρομήσω το γράμμα σήμερα.
 Θα στείλω το γράμμα σήμερα.
 Θα στείλω το γράμμα σήμερα ταχυδρομικά (or: μέσω ταχυδρομείου).
mail [sth] to [sb] vtr + prep informal (send by e-mail)στέλνω με email περίφρ
  στέλνω με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο περίφρ
 Please mail the file to me.
 Σε παρακαλώ στείλε μου το αρχείο με email.
mail [sb] [sth] vtr informal (send an e-mail to)στέλνω ρ μ
  (κατά λέξη)στέλνω ηλεκτρονικά, στέλνω μέσω email περίφρ
 Can you mail me the details?
 Μπορείς να μου στείλεις ηλεκτρονικά (or: μέσω email) τις λεπτομέρειες;
mail vi informal (correspond by e-mail)στέλνω mail, στέλνω email περίφρ
 I prefer to talk on the telephone, but many people just mail.
 Εγώ προτιμώ να μιλώ στο τηλέφωνο, αλλά πολλοί απλά στέλνουν email.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mail n (chain mail: type of armor)αλυσόπλεκτος θώρακας, σιδερόπλεχτος θώρακας επίθ + ουσ αρσ
 A bolt from a crossbow pierced the soldier's mail.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
mail | mailing
ΑγγλικάΕλληνικά
mail [sth] out,
mail out [sth]
vtr phrasal sep
(send by post)στέλνω, ταχυδρομώ ρ μ
  (κατά λέξη)στέλνω ταχυδρομικά ρ μ + επίρ
 You need to mail the package out before the train leaves.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
mailing | mail
ΑγγλικάΕλληνικά
mailing address n (postal or delivery address)ταχυδρομική διεύθυνση επίθ + ουσ θηλ
 My mailing address has changed.
mailing list n (list of contacts to whom mail is sent)λίστα αποδεκτών αλληλογραφίας έκφρ
 All of my email contacts are on my mailing list.
mailing tube n (packaging: cardboard cylinder)κύλινδρος ουσ αρσ
  (κατά λέξη)κύλινδρος μεταφοράς σχεδίων περίφρ
 You may want to consider using a mailing tube for that poster.
mass mailing n (sending a bulk e-mail) (πολλοί παραλήπτες)μαζική αποστολή επίθ + ουσ θηλ
mass mailing n (posting [sth] to many addresses)μήνυμα μαζικής αποστολής περίφρ
 Charities often send out mass mailings, asking people to donate money.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'mailing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση mailing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «mailing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!