• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: made of, make

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
made of,
made from,
made out of
adj
(built out of)φτιαγμένος από περίφρ
  από επίρ
  κατασκευασμένος από περίφρ
 Those cabinets are made of oak while these cabinets over here are made of pine.
 Αυτά τα ντουλάπια είναι από οξιά ενώ αυτά εδώ είναι από πεύκο.
 Αυτά τα ντουλάπια είναι κατασκευασμένα από οξιά ενώ αυτά εδώ είναι κατασκευασμένα από πεύκο.
made of adj informal (capable of, strong enough for) (μεταφορικά)που έχει κότσια, που το λέει η καρδιά του περίφρ
  τι αξίζω έκφρ
 In the army, young men find out what they're really made of.
 A crisis is an opportunity to show what you're made of.
 Στον στρατό οι νέοι ανακαλύπτουν αν το λέει η καρδιά τους στ' αλήθεια.
 Μια κρίση είναι ευκαιρία να δείξεις τι πραγματικά αξίζεις.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
make [sth] vtr (construct)φτιάχνω, κατασκευάζω ρ μ
 The children made houses with blocks.
 Τα παιδιά έφτιαξαν σπιτάκια με κύβους.
make [sth] vtr (manufacture)φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγω ρ μ
 That factory makes bolts.
 Εκείνο το εργοστάσιο φτιάχνει βίδες.
make [sth] vtr (fashion)φτιάχνω ρ μ
 The weavers made a hat from palm fronds.
 Οι υφάντρες έφτιαξαν ένα καπέλο από φύλλα φοίνικα.
make [sth] vtr (prepare)φτιάχνω, κάνω ρ μ
 My mother wants to make a cake for my party.
 Η μητέρα μου θέλει να φτιάξει (or: κάνει) μια τούρτα για το πάρτι μου.
make [sth] vtr (create, cause)κάνω, προκαλώ, δημιουργώ ρ μ
 The dogs made a commotion in the street.
 Οι σκύλοι προκάλεσαν (or: δημιούργησαν) αναταραχή στον δρόμο.
make [sb] do [sth] v expr (compel) (καθομ: κπ να κάνει κτ)βάζω, κάνω ρ μ
  (επίσημο)υποχρεώνω, αναγκάζω ρ μ
 My parents make me eat vegetables.
 Οι γονείς μου με βάζουν (or: υποχρεώνουν) να τρώω λαχανικά.
make [sb] vtr informal (force)αναγκάζω ρ μ
 I won't go! You can't make me!
 Δεν φεύγω! Δεν μπορείς να με αναγκάσεις!
make [sb] do [sth],
make [sth] do [sth]
vtr
(cause to) (κπ/κτ να κάνει κτ)κάνω ρ μ
 He never fails to make me laugh.
 Καταφέρνει πάντα να με κάνει να γελάσω.
make [sb] [sth] vtr (+ adj: cause to be)κάνω ρ μ
 You make me happy.
 Με κάνεις χαρούμενο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
make n (brand)μάρκα ουσ θηλ
 What make of car do you drive? Toyota? What make is your computer?
 Τι μάρκα είναι το αυτοκίνητό σου; Είναι Τογιότα;
make n (build, stature)κατασκευή ουσ θηλ
  (καθομ, ανεπ: για σώμα)κοψιά ουσ θηλ
 He is of a lean make, and could be an excellent athlete.
 Έχει λεπτή κοψιά και μπορεί να γίνει εξαιρετικός αθλητής.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι ανθεκτική κατασκευή και αξίζει τα λεφτά της.
make [sth] of [sth] v expr (interpret) (από κάτι)καταλαβαίνω ρ μ
  βγάζω συμπέρασμα περίφρ
  συμπεραίνω ρ μ
  έχω γνώμη περίφρ
 I don't know what to make of his actions. What do you make of this car?
 Δεν ξέρω τι πρέπει να καταλάβω από τις πράξεις του.
 Τι γνώμη έχεις για αυτό το αμάξι;
make for [sth] vi + prep (move towards)πηγαίνω προς, κατευθύνομαι προς ρ αμ + πρόθ
 The fleet made for port.
 Ο στόλος πήγε (or: κατευθύνθηκε) προς το λιμάνι.
make [sth] vtr (bring into existence)κάνω ρ μ
 Let's make a baby!
 Ας κάνουμε ένα μωρό!
make [sth] vtr (take: a decision, choice)παίρνω ρ μ
  (επίσημο)λαμβάνω ρ μ
 It's a difficult choice, but someone has to make it.
 Είναι δύσκολη απόφαση αλλά κάποιος πρέπει να την πάρει.
make [sth] vtr (utter)κάνω ρ μ
 The politician made an impassioned plea for change.
 My colleague is always making unpleasant remarks.
 Ο πολιτικός έκανε παθιασμένη έκκληση για αλλαγή. // Ο συνάδελφός μου κάνει συνεχώς άσχημα σχόλια.
make [sth] vtr (enter into: agreement, deal)κάνω ρ μ
  (επίσημο)πραγματοποιώ, συνάπτω ρ μ
 The parties involved made an agreement.
 Τα συμβαλλόμενα μέρη σύναψαν μία συμφωνία.
make [sth] vtr (fix: date, appointment) (μεταφορικά)κλείνω ρ μ
 Please call first to make an appointment.
 Παρακαλώ τηλεφωνήστε πρώτα για να κλείσετε ραντεβού.
make [sth] vtr (train, plane: reach in time)προλαβαίνω ρ μ
 I have to run if I want to make my train.
 Πρέπει να βιαστώ αν θέλω να προλάβω το τρένο μου.
make [sth] vtr (put down: a payment) (πληρωμή)πραγματοποιώ ρ μ
  (ποσό)καταβάλλω ρ μ
  (ποσό, δόση)πληρώνω ρ μ
 Adam makes a payment on his car each month.
 Ο Άνταμ πραγματοποιεί μια πληρωμή για το αυτοκίνητό του κάθε μήνα.
make [sth] vtr (bed: make tidy) (καθομιλουμένη)φτιάχνω ρ μ
  στρώνω ρ μ
 The girls must make their beds every morning.
 Τα κορίτσια πρέπει να φτιάχνουν (or: στρώνουν) το κρεβάτι τους κάθε πρωί.
make [sth] vtr (establish: name)κάνω, φτιάχνω ρ μ
 Bill is trying to make a name for himself in the business.
 Ο Μπιλ προσπαθεί να κάνει (or: φτιάξει) ένα όνομα στην επιχείρηση.
make [sth] vtr (appoint) (καθομιλουμένη)κάνω ρ μ
  ορίζω ρ μ
  (με μισθό)διορίζω ρ μ
 The president is going to make Chris a vice-president.
 Ο πρόεδρος σκοπεύει να κάνει τον Κρις αντιπρόεδρο.
 Ο πρόεδρος σκοπεύει να ορίσει τον Κρις ως αντιπρόεδρο.
make [sth] vtr (achieve, reach) (μεταφορικά)πιάνω ρ μ
 The sales team hopes to make its numbers this month.
 Η ομάδα πωλήσεων ευελπιστεί να πιάσει τα ποσοστά της αυτό τον μήνα.
make [sth] vtr (establish, set)φτιάχνω ρ μ
  ορίζω ρ μ
  (νόμος)θεσπίζω ρ μ
 Legislatures make laws.
 Τα νομοθετικά σώματα κάνουν θεσπίζω τους νόμους.
make [sth] vtr (commit: a mistake, etc.)κάνω ρ μ
 I made a mistake when I spent that money.
 Έκανα λάθος που ξόδεψα αυτά τα χρήματα.
make [sth] vtr (attain: position, rank)γίνομαι ρ συνδ
 Francis is trying to make Captain.
 Ο Φράνσις προσπαθεί να γίνει Λοχαγός.
make [sth] vtr informal (earn acceptance into)καταφέρνω να μπω σε κτ έκφρ
  μπαίνω σε κτ ρ αμ + πρόθ
 Only half of people at tryouts made the team.
 Μόνο οι μισοί από όσους πήραν μέρος στα δοκιμαστικά κατάφεραν να μπουν στην ομάδα.
make [sth] vtr (equal) (καθομιλουμένη)κάνω ρ μ
 Two and two makes four.
 Δύο και δύο κάνουν τέσσερα.
make [sth] vtr (be the essence of) (καθομιλουμένη)κάνω ρ μ
  τα στοιχεία περίφρ
 What makes a good writer?
 Ποια είναι τα στοιχεία ενός καλού συγγραφέα;
make [sb] vtr US, slang (seduce) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)ρίχνω ρ μ
  καταφέρνω ρ μ
 He may try to make her, but he won't succeed.
make [sth] vtr (reach, form)σχηματίζω, διαμορφώνω ρ μ
  (επίσημο)προβαίνω σε ρ αμ + πρόθ
 Leanne is always quick to make judgments.
 Η Λιάν σχηματίζει (or: διαμορφώνει) γρήγορα άποψη για τα πάντα.
make [sth] vtr (arrive at)φτάνω σε, καταφθάνω σε ρ αμ + πρόθ
 The ship made port early in the morning.
 Το πλοίο έφτασε στο λιμάνι νωρίς το πρωί.
make [sth] vtr informal (appear on) (καθομιλουμένη)βγαίνω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  (έντυπα μέσα)μπαίνω σε κτ ρ αμ + πρόθ
 The disaster made the evening news.
 Η καταστροφή βγήκε στο νυχτερινό δελτίο ειδήσεων.
make [sth] vtr (score: a goal, etc.)βάζω, πετυχαίνω ρ μ
 The player made a goal in the second period.
 Ο παίκτης έβαλε (or: πέτυχε) γκολ στο δεύτερο ημίχρονο.
make [sth] vtr informal (manage to attend)καταφέρνω να πάω σε κτ έκφρ
  καταφέρνω να έρθω σε κτ έκφρ
  (πιο επίσημο)καταφέρνω να παρευρεθώ σε έκφρ
 Sorry I couldn't make yesterday's meeting.
 Συγγνώμη που δεν κατάφερα να έρθω στη χθεσινή συνάντηση.
make [sth] vtr (earn)βγάζω ρ μ
  κερδίζω ρ μ
 Jeff makes $80,000 a year.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
made of | make
ΑγγλικάΕλληνικά
be made of money v expr figurative, informal (rich) (καθομιλουμένη, μτφ)μου τρέχουν λεφτά από τα μπατζάκια έκφρ
  (καθομιλουμένη, μτφ)γεννάω λεφτά έκφρ
 My daughter's Christmas list is four pages long; she must think we're made of money!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'made of' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση made of στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «made of».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!