loudly

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈlaʊdli/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
loudly adv (at high volume)δυνατά επίρ
  (ομιλία)μεγαλόφωνα επίρ
  (ομιλία: καθομιλουμένη)φωναχτά επίρ
 Must you play that awful music so loudly?
 Πρέπει να παίζεις αυτή την απαίσια μουσική τόσο δυνατά;
loudly adv (with intensity)έντονα, εντόνως επίρ
 The measure was loudly rejected by voters.
 Το μέτρο απερρίφθη εντόνως από τους ψηφοφόρους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
laugh loudly v expr (guffaw, make noisy laughter)γελώ δυνατά/ηχηρά έκφρ
 He laughed loudly at the idea.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'loudly' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [singing, talking, chatting] loudly, loudly booed the player, complained loudly [about, to], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση loudly στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «loudly».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!