WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| snore⇒ vi | (breathe loudly during sleep) | ροχαλίζω ρ αμ |
| | Marion couldn't sleep because her husband was snoring. |
| | Η Μάριον δεν μπορούσε να κοιμηθεί γιατί ο σύζυγός της ροχάλιζε. |
| snore n | (loud breath during sleep) (ήχος) | ροχαλητό ουσ ουδ |
| | (ενέργεια) | ροχάλισμα ουσ ουδ |
| | Hearing his captor's snores, Oliver realised he could make his escape attempt. |
| | Ακούγοντας τα ροχαλητά αυτού που τον αιχμαλώτισε, ο Όλιβερ κατάλαβε πως μπορούσε να προσπαθήσει να δραπετεύσει. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| snore n | slang, figurative ([sth] boring) (καθομιλουμένη) | βαρεμάρα ουσ θηλ |
| | | για ύπνο φρ ως επίθ |
| | | κοιμιστερός επίθ |
| | That film was a real snore. |
| | Η ταινία ήταν σκέτη βαρεμάρα. |