snore

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsnɔːr/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/snɔr/ ,USA pronunciation: respelling(snôr, snōr)

Inflections of 'snore' (v): (⇒ conjugate)
snores
v 3rd person singular
snoring
v pres p
snored
v past
snoring
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
snore vi (breathe loudly during sleep)ροχαλίζω ρ αμ
 Marion couldn't sleep because her husband was snoring.
 Η Μάριον δεν μπορούσε να κοιμηθεί γιατί ο σύζυγός της ροχάλιζε.
snore n (loud breath during sleep) (ήχος)ροχαλητό ουσ ουδ
  (ενέργεια)ροχάλισμα ουσ ουδ
 Hearing his captor's snores, Oliver realised he could make his escape attempt.
 Ακούγοντας τα ροχαλητά αυτού που τον αιχμαλώτισε, ο Όλιβερ κατάλαβε πως μπορούσε να προσπαθήσει να δραπετεύσει.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
snore n slang, figurative ([sth] boring) (καθομιλουμένη)βαρεμάρα ουσ θηλ
  για ύπνο φρ ως επίθ
  κοιμιστερός επίθ
 That film was a real snore.
 Η ταινία ήταν σκέτη βαρεμάρα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Συμφράσεις: the [match, movie, play] was a (real) snore fest, [loud, light, incessant, deep] snores, kept awake by the [loud] snores, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση snore στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «snore».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!