loosely

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈluːsli/

  • WordReference
  • Definition
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
loosely adv (not tightly)χαλαρά επίρ
  (με αέρα)άνετα επίρ
 Sarah's clothes fit loosely, to help her keep cool in the hot weather.
 Τα ρούχα της Σάρα της είναι χαλαρά για να μένει δροσερή όταν κάνει ζέστη.
loosely adv figurative (not closely)πρόχειρα επίρ
  (ανεπίσημο, μεταφορικά)απέξω απέξω φρ ως επίρ
 The teacher loosely examined the student's work.
 Ο δάσκαλος εξέτασε πρόχειρα την εργασία του μαθητή.
loosely adv figurative (freely, not strictly)ελεύθερα επίρ
 Tom interpreted his boss's instructions somewhat loosely.
 The document was only loosely translated.
 Ο Τομ ερμήνευσε τις οδηγίες του αφεντικού του κάπως ελεύθερα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'loosely' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the [goods, bundles, pieces] were loosely tied, tied the [parcel, goods, package] (up) loosely, tied (it) loosely at the [top, bottom, middle], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση loosely στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «loosely».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!