WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
lockup, lock-up n | UK, informal (storage facility) | ντουλάπι ουσ ουδ |
lockup, lock-up n | informal (jail) | κρατητήριο ουσ ουδ |
| | φυλακή ουσ θηλ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
lock [sb] up vtr phrasal sep | (hold prisoner) (μεταφορικά, καθομ: μέσα σε κτ) | χώνω, κλείνω ρ μ |
| | κλειδώνω ρ μ |
| They locked him up in a cell that was barely large enough to move around in. |
| The wicked baron locked his wife up in the attic. |
| Τον έκλεισαν (or: έχωσαν) σ' ένα κελί που ήταν μόλις και μετά βίας αρκετά μεγάλο ώστε να μετακινείται. |
| Ο αχρείος βαρόνος κλείδωσε η σύζυγό του στη σοφίτα. |
lock [sb] up vtr phrasal sep | figurative (sentence to jail) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) | χώνω κπ μέσα ρ μ + επίρ |
| The judge should lock up the murderer and throw the key away! |
| Ο δικαστής έπρεπε να χώσει τον δολοφόνο μέσα και να πετάξει το κλειδί! |
lock [sth] up vtr phrasal sep | (object: keep safe) | κλειδώνω ρ μ |
| The custodian locked up the school at the end of the day to prevent vandals from entering. |
| Ο φύλακας κλείδωσε το σχολείο στο τέλος της ημέρας ώστε να αποτρέψει την είσοδο σε βανδάλους. |
lock up vi phrasal | (premises: secure) | κλειδώνω ρ αμ |
| The last person to leave should lock up. |
| Ο τελευταίος που θα φύγει θα πρέπει να κλειδώσει. |