WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
leadership n | (of people: ability to direct, guide, inspire) | ηγετική ικανότητα επίθ + ουσ θηλ |
| The governor's leadership through the crisis helped his popularity. |
| Η ηγετική ικανότητα του κυβερνήτη εν μέσω της κρίσης βοήθησε τη δημοτικότητά του. |
leadership n | (of sthg) | συντονισμός ουσ αρσ |
| | διαχείριση ουσ θηλ |
| | ηγεσία ουσ θηλ |
| (εταιρείας) | διοίκηση ουσ θηλ |
| The manager's leadership of the project was excellent. |
| Ο συντονισμός (or: Η διαχείριση) του σχεδίου από τον διευθυντή ήταν εξαιρετική. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
leadership n | (collective of leaders) (σύνολο ηγετών) | ηγεσία ουσ θηλ |
| The leadership of this company is dedicated to the employees. |
| Η ηγεσία αυτής της εταιρείας υπηρετεί με αφοσίωση τους εργαζομένους. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: