• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
leading-edge n as adj figurative (at the forefront: of a trend) (μεταφορικά)τελευταία λέξη φρ ως ουσ θηλ
 Virtual reality is a leading-edge technology.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
leading edge n figurative (forefront of a trend) (μεταφορικά)τελευταία λέξη φρ ως ουσ θηλ
 Mainframe computers used to be the leading edge of technology.
leading edge n (plane: front of wing) (αεροναυπηγική)χείλος προσβολής έκφρ
 The jet lost a 2.4 metre long section of the tail wing's leading edge after takeoff.
 Μετά την απογείωση, το τζετ έχασε τμήμα μήκους 2,4 μέτρων από το χείλος πρόσβασης του ουραίου πτερυγίου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'leading-edge' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση leading-edge στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «leading-edge».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!