laughing

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈlɑːfɪŋ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(lafing, läfing)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: laughing, laugh

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
laughing n (expression of laughter)γέλιο ουσ ουδ
 Their laughing kept me awake half the night.
 Το γέλιο τους με κράτησε ξύπνιο τη μισή νύχτα.
laughing adj (expressing laughter)γελαστός επίθ
 Frans Hals' most famous work is “The Laughing Cavalier”.
 Το πιο διάσημο έργο του Φρανς Χαλς είναι ο «Γελαστός Ιππότης».
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
laugh vi (make sound of joy, etc.)γελάω, γελώ ρ αμ
 It was a merry evening and everyone at the party was laughing.
 Η βραδιά ήταν ευχάριστη και όλοι γελούσαν στο πάρτυ.
laugh at [sb/sth] vi + prep (find amusing)γελώ με κπ/κτ ρ αμ + πρόθ
 We all laughed at the film.
 My boyfriend laughs at my jokes, even when they're not funny.
 Όλοι γελάσαμε με την ταινία. // Το αγόρι μου γελάει με τα αστεία μου, ακόμα και όταν δεν έχουν πλάκα.
laugh at [sb/sth] vi + prep (mock)κοροϊδεύω ρ μ
  γελώ εις βάρος κπ έκφρ
 I wish you wouldn't laugh at me, it's not funny!
 Θα ήθελα να μην με κοροϊδεύεις, δεν έχει πλάκα!
laugh [sth] vtr (say while laughing) (μιλάω γελώντας)καγχάζω ρ αμ
  (καθομιλουμένη)λέω γελώντας ρ αμ + επίρ
 "Why are you wearing that ridiculous hat?" he laughed.
 «Γιατί φοράς αυτό το γελοίο καπέλο;» κάγχασε.
laugh n (sound of laughter)γέλιο ουσ ουδ
  (παλαιό)γέλωτας ουσ αρσ
 His laugh could be heard in the next room.
 Το γέλιο του ακουγόταν στο διπλανό δωμάτιο.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Προς τι ο γέλωτας;
a laugh n informal (fun time)γέλιο ουσ ουδ
  πλάκα ουσ θηλ
 We had a right laugh at the school disco!
 ΝΕW: Έχασες που δεν ήρθες στο πάρτι. Έπεσε πολύ γέλιο.
 ΝΕW: Έχασες που δεν ήρθες στο πάρτι. Είχε πολλή πλάκα.
a laugh n informal (funny, fun)για γέλια φρ ως επίθ
  γελοιότητα ουσ θηλ
  γελοίος επίθ
 Look at that silly haircut! What a laugh!
 Κοίτα αυτό το χαζό κούρεμα. Είναι για γέλια!
a laugh n informal ([sth] unlikely)ας γελάσω έκφρ
  εδώ γελάμε, εδώ γελάνε έκφρ
 You're expecting Pete to buy a round of drinks? That's a laugh!
 Περιμένεις ότι ο Πιτ θα κεράσει τα επόμενα ποτά; Ας γελάσω (or: Εδώ γελάμε)!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
laugh | laughing
ΑγγλικάΕλληνικά
laugh [sb/sth] down,
laugh down [sb/sth]
vtr phrasal sep
(ridicule [sb/sth])κοροϊδεύω ρ μ
  (επίσημο)χλευάζω ρ μ
laugh [sth] off vtr phrasal sep (dismiss as not serious)αψηφώ, αγνοώ ρ μ
  γελάω με κτ ρ μ + πρόθ
  χλευάζω ρ μ
 John laughed off the suggestion that he change his behavior.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
laughing | laugh
ΑγγλικάΕλληνικά
almost die laughing v expr figurative, informal (laugh very hard) (μεταφορικά)κλαίω από τα γέλια έκφρ
  πεθαίνω από τα γέλια έκφρ
  (καθομιλουμένη, μτφ)πεθαίνω στο γέλιο έκφρ
  κατουριέμαι από τα γέλια έκφρ
 We almost died laughing when we saw Mike's Halloween costume.
bent over with laughter,
bent over laughing
adj
figurative, informal (laughing uncontrollably)λύνομαι στα γέλια έκφρ
 Eric was bent over with laughter after Julia had told him the joke.
burst out laughing v expr (laugh suddenly)σκάω στα γέλια, ξεσπάω σε γέλια περίφρ
 When Jim finally got the joke, he burst out laughing.
bust a gut laughing v expr US, figurative, slang (laugh energetically) (καθομ, μεταφορικά)πεθαίνω στο γέλιο, κατουριέμαι από τα γέλια έκφρ
 That comedian's monologue was so funny, I bust a gut laughing.
bust out laughing v expr US, informal (laugh suddenly)βάζω τα γέλια περίφρ
  (καθομιλουμένη)ξεσπάω σε γέλια περίφρ
  μπήγω τα γέλια περίφρ
die laughing v expr (be happy at end of life)πεθαίνω ευτυχισμένος ρ αμ + επίθ
  (ευφημισμός)φεύγω χαρούμενος ρ αμ + επίθ
 I'm determined to enjoy my old age and to die laughing.
die laughing v expr figurative (die after having won revenge against [sb])παίρνω εκδίκηση πεθαίνοντας έκφρ
  παίρνω εκδίκηση όταν πεθάνω έκφρ
die laughing v expr figurative, informal (laugh very hard)πεθαίνω στα γέλια έκφρ
fit of laughter,
laughing fit
n
(sudden burst of laughter)ξέσπασμα γέλιου φρ ως ουσ ουδ
keep from laughing v expr (not laugh)συγκρατώ τα γέλια μου περίφρ
  κρατιέμαι να μη γελάσω περίφρ
 During that horrible performance, I could hardly keep from laughing.
kookaburra,
laughing jackass
n
(Australian bird)είδος αλκυόνας της Αυστραλίας
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
laughing gas n (nitrous oxide)γελαστικό/ ιλαρυντικό αέριο έκφρ
 Dentists frequently use "laughing gas" to calm patients prior to treatment.
laughing stock n (object of others' amusement)περίγελος ουσ αρσ
laughingstock (US),
laughing stock (UK)
n
(object of ridicule)περίγελος ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)ρεζίλι, ρεντίκολο ουσ ουδ
  (επίσημο)αντικείμενο λοιδωρίας φρ ως ουσ ουδ
no laughing matter,
not a laughing matter
n
([sth] serious)δεν είναι να το παίρνεις αψήφιστα, δεν είναι μικρό πράγμα περίφρ
  δεν είναι αστεία υπόθεση, δεν είναι αστείο περίφρ
 Slipping on the ice is no laughing matter; you could break your neck.
piss yourself,
piss yourself laughing
vtr + refl
vulgar, offensive, informal (laugh)κλαίω από τα γέλια εκφρ
  (μεταφορικά, καθομιλουμένη)κατουριέμαι από τα γέλια έκφρ
 Some of the things he said were so funny, I was pissing myself.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'laughing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: heard laughing coming from the [kitchen, other room], a laughing doll, could hear laughing coming from the [kitchen], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση laughing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «laughing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!