Κύριες μεταφράσεις |
laugh⇒ vi | (make sound of joy, etc.) | γελάω, γελώ ρ αμ |
| It was a merry evening and everyone at the party was laughing. |
| Η βραδιά ήταν ευχάριστη και όλοι γελούσαν στο πάρτυ. |
laugh at [sb/sth] vi + prep | (find amusing) | γελώ με κπ/κτ ρ αμ + πρόθ |
| We all laughed at the film. |
| My boyfriend laughs at my jokes, even when they're not funny. |
| Όλοι γελάσαμε με την ταινία. // Το αγόρι μου γελάει με τα αστεία μου, ακόμα και όταν δεν έχουν πλάκα. |
laugh at [sb/sth] vi + prep | (mock) | κοροϊδεύω ρ μ |
| | γελώ εις βάρος κπ έκφρ |
| I wish you wouldn't laugh at me, it's not funny! |
| Θα ήθελα να μην με κοροϊδεύεις, δεν έχει πλάκα! |
laugh [sth]⇒ vtr | (say while laughing) (μιλάω γελώντας) | καγχάζω ρ αμ |
| (καθομιλουμένη) | λέω γελώντας ρ αμ + επίρ |
| "Why are you wearing that ridiculous hat?" he laughed. |
| «Γιατί φοράς αυτό το γελοίο καπέλο;» κάγχασε. |
laugh n | (sound of laughter) | γέλιο ουσ ουδ |
| (παλαιό) | γέλωτας ουσ αρσ |
| His laugh could be heard in the next room. |
| Το γέλιο του ακουγόταν στο διπλανό δωμάτιο. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Προς τι ο γέλωτας; |
a laugh n | informal (fun time) | γέλιο ουσ ουδ |
| | πλάκα ουσ θηλ |
| We had a right laugh at the school disco! |
| ΝΕW: Έχασες που δεν ήρθες στο πάρτι. Έπεσε πολύ γέλιο. |
| ΝΕW: Έχασες που δεν ήρθες στο πάρτι. Είχε πολλή πλάκα. |
a laugh n | informal (funny, fun) | για γέλια φρ ως επίθ |
| | γελοιότητα ουσ θηλ |
| | γελοίος επίθ |
| Look at that silly haircut! What a laugh! |
| Κοίτα αυτό το χαζό κούρεμα. Είναι για γέλια! |
a laugh n | informal ([sth] unlikely) | ας γελάσω έκφρ |
| | εδώ γελάμε, εδώ γελάνε έκφρ |
| You're expecting Pete to buy a round of drinks? That's a laugh! |
| Περιμένεις ότι ο Πιτ θα κεράσει τα επόμενα ποτά; Ας γελάσω (or: Εδώ γελάμε)! |
Σύνθετοι τύποι: laughing | laugh |
almost die laughing v expr | figurative, informal (laugh very hard) (μεταφορικά) | κλαίω από τα γέλια έκφρ |
| | πεθαίνω από τα γέλια έκφρ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | πεθαίνω στο γέλιο έκφρ |
| | κατουριέμαι από τα γέλια έκφρ |
| We almost died laughing when we saw Mike's Halloween costume. |
bent over with laughter, bent over laughing adj | figurative, informal (laughing uncontrollably) | λύνομαι στα γέλια έκφρ |
| Eric was bent over with laughter after Julia had told him the joke. |
burst out laughing v expr | (laugh suddenly) | σκάω στα γέλια, ξεσπάω σε γέλια περίφρ |
| When Jim finally got the joke, he burst out laughing. |
bust a gut laughing v expr | US, figurative, slang (laugh energetically) (καθομ, μεταφορικά) | πεθαίνω στο γέλιο, κατουριέμαι από τα γέλια έκφρ |
| That comedian's monologue was so funny, I bust a gut laughing. |
bust out laughing v expr | US, informal (laugh suddenly) | βάζω τα γέλια περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | ξεσπάω σε γέλια περίφρ |
| | μπήγω τα γέλια περίφρ |
die laughing v expr | (be happy at end of life) | πεθαίνω ευτυχισμένος ρ αμ + επίθ |
| (ευφημισμός) | φεύγω χαρούμενος ρ αμ + επίθ |
| I'm determined to enjoy my old age and to die laughing. |
die laughing v expr | figurative (die after having won revenge against [sb]) | παίρνω εκδίκηση πεθαίνοντας έκφρ |
| | παίρνω εκδίκηση όταν πεθάνω έκφρ |
die laughing v expr | figurative, informal (laugh very hard) | πεθαίνω στα γέλια έκφρ |
fit of laughter, laughing fit n | (sudden burst of laughter) | ξέσπασμα γέλιου φρ ως ουσ ουδ |
keep from laughing v expr | (not laugh) | συγκρατώ τα γέλια μου περίφρ |
| | κρατιέμαι να μη γελάσω περίφρ |
| During that horrible performance, I could hardly keep from laughing. |
kookaburra, laughing jackass n | (Australian bird) | είδος αλκυόνας της Αυστραλίας |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
laughing gas n | (nitrous oxide) | γελαστικό/ ιλαρυντικό αέριο έκφρ |
| Dentists frequently use "laughing gas" to calm patients prior to treatment. |
laughing stock n | (object of others' amusement) | περίγελος ουσ αρσ |
laughingstock (US), laughing stock (UK) n | (object of ridicule) | περίγελος ουσ αρσ |
| (καθομιλουμένη) | ρεζίλι, ρεντίκολο ουσ ουδ |
| (επίσημο) | αντικείμενο λοιδωρίας φρ ως ουσ ουδ |
no laughing matter, not a laughing matter n | ([sth] serious) | δεν είναι να το παίρνεις αψήφιστα, δεν είναι μικρό πράγμα περίφρ |
| | δεν είναι αστεία υπόθεση, δεν είναι αστείο περίφρ |
| Slipping on the ice is no laughing matter; you could break your neck. |
piss yourself, piss yourself laughing vtr + refl | vulgar, offensive, informal (laugh) | κλαίω από τα γέλια εκφρ |
| (μεταφορικά, καθομιλουμένη) | κατουριέμαι από τα γέλια έκφρ |
| Some of the things he said were so funny, I was pissing myself. |