lagging

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈlægɪŋ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(laging)

From the verb lag: (⇒ conjugate)
lagging is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
Σε αυτή τη σελίδα: lagging, lag

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lagging n (heat insulation material)θερμομονωτικό υλικό επίθ + ουσ ουδ
  θερμομόνωση ουσ θη
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lag vi (rate, production: slow down)καθυστερώ ρ αμ
  (μεταφορικά)μένω πίσω έκφρ
 The project started well, but then ran into difficulties and began to lag.
 To πρότζεκτ ξεκίνησε καλά, αλλά προέκυψαν δυσκολίες και άρχισε να καθυστερεί.
lag vi (fall behind in a race)μένω πίσω έκφρ
  (μεταφορικά)χάνω έδαφος έκφρ
 Sean tripped at the start of the race and was soon lagging.
 Ο Σoν σκόνταψε στην αρχή του αγώνα και σύντομα έμεινε πίσω.
lag n (time delay) (πληροφορική: αργή ανταπόκριση)υστέρηση ουσ θηλ
  (ηλεκτρολογία)υστέρηση φάσης, καθυστέρηση φάσης ουσ θηλ
  lag ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: Στην αργκό, το φαινόμενο της υστέρησης φάσης εκφράζεται, συχνά, με τη χρήση του ρήματος «λαγκάρω» (π.χ. το ηλεκτρονικό παιχνίδι λαγκάρει τρελά. Το αυτοκίνητο λαγκάρει, όταν βάζεις μεγαλύτερη ταχύτητα).
 The movie was running with a lot of lag.
 Η ταινία είχε πολύ lag.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lag n dated or regional (stave, strip) (ξυλουργική)βαρελοσάνιδο ουσ ουδ
  βαρελοσανίδα ουσ θηλ
 The carpenter fixed the lags together to make a barrel.
 Ο ξυλουργός τοποθέτησε τα βαρελοσάνιδα το ένα δίπλα στο άλλο, για να φτιάξει ένα βαρέλι.
lag n (wooden slat of a barrel) (ξυλουργική: κυρτή σανίδα βαρελιού)δούγα, ντούγα, ντούγια ουσ θηλ
  (ξυλουργική)πηχάκι ουσ ουδ
 The cooper bound the lags into shape.
 Ο βαρελοποιός ένωσε τις δούγες, για να φτιάξει το βαρέλι.
lag n UK, slang (prisoner)κρατούμενος μτχ ενεστ
  φυλακισμένος μτχ πρκ
 Aaron spent three years as a lag.
lag n (finance: late payment)καθυστέρηση ουσ θηλ
 Due to Larry's lag in payment, his credit score suffered.
lag n UK, AU, dated, slang (long-term prisoner)κρατούμενος μτχ ενεστ
  φυλακισμένος μτχ πρκ
  (αργκό, μεταφορικά, πιο γενικό)παλιά καραβάνα έκφρ
 George was one of the prison's oldest lags; he had been inside for fifteen years.
lag vi figurative (fall behind in studies) (μεταφορικά)μένω πίσω έκφρ
 Brad had to have private tutoring because he was lagging in his studies.
lag [sth] vtr (insulate: water pipes)μονώνω ρ μ
  επενδύω ρ μ
  (μεταφορικά, καθομιλουμένη)ντύνω ρ μ
 You should lag the pipes in your loft so that they do not freeze and burst.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
lag | lagging
ΑγγλικάΕλληνικά
jet lag n (fatigue caused by plane travel)τζετ-λαγκ ουσ ουδ άκλ
 I get jet lag if I travel through more than four time zones.
 Παθαίνω τζετ-λαγκ όταν ταξιδεύω και αλλάζω παραπάνω από τέσσερις ζώνες ώρας.
lag behind vi + adv (not be as fast)μένω πίσω ρ αμ + επίρ
 Jim was lagging behind while the other runners were approaching the finishing line.
lag behind [sb/sth] vi + prep (not be as fast)μένω πίσω από κπ/κτ, μένω πίσω σε σχέση με κπ/κτ περίφρ
 Clarkson was lagging behind the leading group of cyclists.
lag behind vi + adv figurative (not stay up to date) (μεταφορικά)μένω πίσω ρ αμ + επίθ
  υπολείπομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
 In terms of technological innovation, the company was lagging behind.
 Η εταιρεία έμεινε πίσω σε θέματα τεχνολογικής καινοτομίας.
lag behind [sb/sth] vi + prep figurative (not maintain: standards, pace) (με γενική)αδυνατώ να φτάσω στο επίπεδο περίφρ
  υπολείπομαι ρ αμ
 In the economic recovery, manufacturing is lagging behind other sectors.
 Κατά την οικονομική ανάκαμψη, η μεταποίηση δεν κατάφερε να φτάσει στο επίπεδο των υπόλοιπων τομέων.
lag screw n (type of threaded bolt) (είδος βίδας)ξυλόβιδα ουσ θηλ
  στριφώνι, στριφόνι ουσ ουδ
lag-free,
lag free
adj
(computing: without delays)χωρίς καθυστέρηση περίφρ
Σχόλιο: The hyphen may be omitted when the adjective follows the noun.
time lag n (delay between connected events)χρονική καθυστέρηση επίθ + ουσ θηλ
  χρονοκαθυστέρηση ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'lagging' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση lagging στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «lagging».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!