• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: labeling, label

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
labeling (US),
labelling (UK)
n
(use of labels on products)χρήση ετικέτας περίφρ
  επισήμανση ουσ θηλ
  ετικετοποίηση ουσ θηλ
 There are strict regulations about the labeling of foods.
labeling (US),
labelling (UK)
n as adj
(relating to labels)των ετικετών περίφρ
  (σε γενική)επισήμανσης ουσ θηλ
  (σε γενική)ετικετοποίησης ουσ θηλ
 This leaflet explains the labelling system used on wine bottles.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
label n (food packaging)ετικέτα ουσ θηλ
 The label says this food contains peanuts.
 Η ετικέτα έλεγε ότι αυτό το τρόφιμο περιέχει φιστίκια.
label n (tag: clothing)ετικέτα ουσ θηλ
  καρτελάκι ουσ ουδ
 The label says to wash the sweater in cold water.
 Η ετικέτα λέει ότι το πουλόβερ πλένεται σε κρύο νερό.
label n (identification tag) (για ταυτοποίηση)ετικέτα ουσ θηλ
 Do not tear the label off the mattress.
 Μην αποσπάτε την ετικέτα από το στρώμα.
label [sth] vtr (attach a label to [sth](κυριολεκτικά)βάζω ετικέτα, κολλώ ετικέτα περίφρ
 The supermarket worker has to label the soup cans.
 Ο εργαζόμενος του καταστήματος πρέπει να βάλει (or: κολλήσει) ετικέτες στις κονσέρβες με τη σούπα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
label n (sticker with information)ετικέτα ουσ θηλ
  (μεταφορικά)χαρτάκι ουσ ουδ
 I put labels with my name on my possessions.
 Βάζω ετικέτες (or: χαρτάκια) με το όνομά μου πάνω στα πράγματα που μου ανήκουν.
label n figurative (descriptive word for [sb] or [sth])τίτλος, χαρακτηρισμός ουσ αρσ
  (μτφ: λέξη που περιγράφει)ταμπέλα ουσ θηλ
 "Avant garde" is a label that is attached to many fads.
 Το «αβάν-γκαρντ» είναι ένας τίτλος (or: ένας χαρακτηρισμός) που συνδέεται με πολλές τάσεις.
label n (music industry) (μουσική βιομηχανία)δισκογραφική εταιρεία φρ ως ουσ θηλ
  δισκογραφική επίθ ως ουσ θηλ
 Our band has signed with a new label.
 Η μπάντα μας υπέγραψε με μια νέα δισκογραφική εταιρεία.
label [sth/sb] [sth] vtr figurative (call) (δίνω όνομα)χαρακτηρίζω, περιγράφω ρ μ
 The media labelled Chamberlain's policy "appeasement".
 Τα μέσα χαρακτήρισαν την πολιτική του Τσάμπερλεν «κατευνασμό».
 Τα μέσα περιέγραψαν την πολιτική του Τσάμπερλεν ως «κατευνασμό».
label [sth] as [sth] vtr + conj (mark: as [sth])χαρακτηρίζω ρ μ
  περιγράφω, επισημαίνω ρ μ
  (ρούχο)η ετικέτα γράφει περίφρ
 This shirt is labelled as "Large".
 Η ετικέτα αυτού του πουκαμίσου γράφει «Large».
label [sb/sth] as [sth] vtr + conj figurative (classify)χαρακτηρίζω κπ/κτ κτ ρ μ
 The police have labelled him as a radical.
 Η αστυνομία τον χαρακτήρισε ριζοσπάστη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
label | labeling
ΑγγλικάΕλληνικά
designer label n (exclusive named brand)επώνυμη μάρκα επίθ + ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)μάρκα ουσ θηλ
 I get cheap jeans at the discount store, but my friend insists on designer labels.
off label,
off-label
adj
(drug: prescribed for unapproved use) (φάρμακο)χωρίς ένδειξη, εκτός ενδείξεως περίφρ
  off-label επίθ άκλ
Σχόλιο: hyphen used when term is an adj before a noun
own brand n UK (private label: for a specific retailer)προϊόν ιδιωτικής ετικέτας φρ ως ουσ ουδ
own-brand n as adj UK (private label: of a specific retailer)ιδιωτικής ετικέτας φρ ως επίθ
private label n (store's own brand)ιδιωτική ετικέτα επίθ + ουσ θηλ
record label n (recorded music production company)δισκογραφική εταιρεία ουσ θηλ
 The band is signed to an independent record label.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση labeling στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «labeling».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!