• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: labored, labor

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
labored (US),
laboured (UK)
adj
(effortful)επίπονος, δύσκολος επίθ
  κοπιαστικός, κουραστικός επίθ
 The journalist wrote in a labored style, making his articles sound unnatural.
labored (US),
laboured (UK)
adj
(long-winded)βεβιασμένος μτχ πρκ
  αφύσικος επίθ
  (μεταφορικά)βαρύς, αργόσυρτος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
labor (US),
labour (UK)
n
(hard work)σκληρή δουλειά επίθ + ουσ θηλ
  δουλειά, εργασία ουσ θηλ
  μόχθος, κόπος ουσ αρσ
 Only dedicated labor will make this project successful.
 Μόνο με σκληρή δουλειά και αφοσίωση θα πετύχει αυτό το σχέδιο.
 Μόνο με μόχθο και αφοσίωση θα πετύχει αυτό το σχέδιο.
labor (US),
labour (UK)
n
(childbirth)ωδίνες τοκετού φρ ως ουσ θηλ
 Megan's labor lasted only two hours before the baby was delivered.
 Οι ωδίνες του τοκετού της Μέγκαν κράτησαν μόνο δύο ώρες μέχρι να γεννηθεί τελικά το μωρό.
labor (US),
labour (UK)
n
uncountable (workers) (καθομιλουμένη)εργατικά χέρια φρ ως ουσ ουδ πλ
  (επίσημο)εργατικό δυναμικό φρ ως ουσ ουδ
 The factory will need to hire more labor to fill these orders.
 Το εργοστάσιο θα χρειαστεί να προσλάβει περισσότερα εργατικά χέρια για να εκτελέσει αυτές τις παραγγελίες.
labor (US),
labour (UK)
n
(work)δουλειά ουσ θηλ
  εργασία ουσ θηλ
 This project represents several days' labour.
labor (US),
labour (UK)
vi
(do hard work)εργάζομαι σκληρά, δουλεύω σκληρά ρ αμ + επίρ
  μοχθώ, κοπιάζω ρ αμ
 Medieval peasants spent their whole lives laboring.
 Οι χωρικοί του Μεσαίωνα περνούσαν όλη τους τη ζωή μοχθώντας.
labor to do [sth] (US),
labour to do [sth] (UK)
v expr
(work to achieve [sth])κοπιάζω να κάνω κτ, κοπιάζω να πετύχω κτ περίφρ
  εργάζομαι σκληρά για να κάνω κτ, δουλεύω σκληρά για να κάνω κτ περίφρ
 All the translators labor to make the dictionary as good as possible.
 Όλοι οι μεταφραστές εργάζονται σκληρά για να κάνουν το λεξικό όσο καλύτερο γίνεται.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
labored | labor
ΑγγλικάΕλληνικά
labored breathing (US),
laboured breathing (UK)
n
(heavy or difficult respiration)δυσκολία στην αναπνοή περίφρ
  δυσκολεύομαι να αναπνεύσω, δυσκολεύομαι να ανασάνω περίφρ
 The baby's labored breathing really alarmed us and we called the doctor immediately.
 Το μωρό είχε δυσκολία στην αναπνοή και αυτό μας ανησύχησε πολύ, οπότε καλέσαμε αμέσως τον γιατρό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση labored στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «labored».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!