| Κύριες μεταφράσεις |
labor (US), labour (UK) n | (hard work) | σκληρή δουλειά επίθ + ουσ θηλ |
| | | δουλειά, εργασία ουσ θηλ |
| | | μόχθος, κόπος ουσ αρσ |
| | Only dedicated labor will make this project successful. |
| | Μόνο με σκληρή δουλειά και αφοσίωση θα πετύχει αυτό το σχέδιο. |
| | Μόνο με μόχθο και αφοσίωση θα πετύχει αυτό το σχέδιο. |
labor (US), labour (UK) n | (childbirth) | ωδίνες τοκετού φρ ως ουσ θηλ |
| | Megan's labor lasted only two hours before the baby was delivered. |
| | Οι ωδίνες του τοκετού της Μέγκαν κράτησαν μόνο δύο ώρες μέχρι να γεννηθεί τελικά το μωρό. |
labor (US), labour (UK) n | uncountable (workers) (καθομιλουμένη) | εργατικά χέρια φρ ως ουσ ουδ πλ |
| | (επίσημο) | εργατικό δυναμικό φρ ως ουσ ουδ |
| | The factory will need to hire more labor to fill these orders. |
| | Το εργοστάσιο θα χρειαστεί να προσλάβει περισσότερα εργατικά χέρια για να εκτελέσει αυτές τις παραγγελίες. |
labor (US), labour (UK) n | (work) | δουλειά ουσ θηλ |
| | | εργασία ουσ θηλ |
| | This project represents several days' labour. |
labor (US), labour (UK) vi | (do hard work) | εργάζομαι σκληρά, δουλεύω σκληρά ρ αμ + επίρ |
| | | μοχθώ, κοπιάζω ρ αμ |
| | Medieval peasants spent their whole lives laboring. |
| | Οι χωρικοί του Μεσαίωνα περνούσαν όλη τους τη ζωή μοχθώντας. |
labor to do [sth] (US), labour to do [sth] (UK) v expr | (work to achieve [sth]) | κοπιάζω να κάνω κτ, κοπιάζω να πετύχω κτ περίφρ |
| | | εργάζομαι σκληρά για να κάνω κτ, δουλεύω σκληρά για να κάνω κτ περίφρ |
| | All the translators labor to make the dictionary as good as possible. |
| | Όλοι οι μεταφραστές εργάζονται σκληρά για να κάνουν το λεξικό όσο καλύτερο γίνεται. |