WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
jointed adj | (having two or more parts) | αρθρωτός επίθ |
| The handmade doll has jointed arms and a moveable head. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
joint n | (body: articulation) | άρθρωση ουσ θηλ |
| Peter injured a finger joint when he tried to catch the ball. |
| Ο Πέτρος τραυμάτισε την άρθρωση στο δάχτυλό του όταν προσπάθησε να πιάσει την μπάλα. |
joint n | (object: hinge) | σύνδεσμος ουσ αρσ |
| | άρθρωση ουσ θηλ |
| (π.χ. σε κιθάρα) | άρμοση ουσ θηλ |
| Fred oiled the machine's joints. |
| Ο Φρεντ λάδωσε τους συνδέσμους της μηχανής. |
joint n | slang (marijuana cigarette) (καθομιλουμένη) | τσιγαριλίκι ουσ ουδ |
| (αργκό) | μπάφος ουσ αρσ |
| Sean smoked a joint during break. |
| Ο Σον κάπνισε έναν μπάφο στο διάλειμμά του. |
joint n | (walls: connecting point) | αρμός ουσ αρσ |
| The joint was load-bearing, so it couldn't be removed when they built the addition onto the house. |
| Ο αρμός έφερε φορτίο και έτσι δεν μπορούσε να απομακρυνθεί όταν έχτισαν την προσθήκη του σπιτιού. |
joint adj | (shared) | κοινός επίθ |
| (θέση, διαδικασία) | από κοινού φρ ως επίρ |
| (διαδικασία, ενέργεια) | συντονισμένος μτχ πρκ |
| (διαδικασία, ενέργεια) | ομαδικός επίθ |
| Dan and Sarah were the joint leaders of the club. |
| Ο Νταν και η Σάρα ήταν από κοινού οι αρχηγοί του ομίλου. |
joint [sth]⇒ vtr | (cut up: a joint of meat) | κόβω ρ μ |
| (σε πολλά κομμάτια) | τεμαχίζω ρ μ |
| The butcher used a cleaver to joint the lamb. |
| Ο χασάπης χρησιμοποίησε τον μπαλτά για να τεμαχίσει το αρνί. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
joint n | US, slang (bar, restaurant) (φαγητό και ποτό) | μαγαζί ουσ ουδ |
| (φαγητό) | φαγάδικο ουσ ουδ |
| (ποτό) | μπαρ ουσ ουδ άκλ |
| (παρακμιακό) | καταγώγιο ουσ ουδ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| Sarah liked to hang out at a drinking joint down the street. |
joint n | US, slang (prison) (αργκό) | στενή επίθ ως ουσ θηλ |
| (αργκό) | φρέσκο επίθ ως ουσ ουδ |
| (αργκό) | ψειρού ουσ θηλ |
| Dan spent a few years in the joint, and wasn't afraid of the law. |
joint n | (large cut of meat) (ολόκληρο) | κομμάτι ουσ ουδ |
| She served a lamb joint roasted with garlic and rosemary. |
joint [sth] vtr | (make into a joint) | συνδέω ρ μ |
| (κατά λέξη) | συνδέω με σύνδεσμο, συνδέω με άρθρωση περίφρ |
| Paul jointed the two beams. |
joint [sth] vtr | (cut into shape) (δίνω σχήμα) | κόβω ρ μ |
| Gary jointed the board with a saw to make it fit. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: