indicative

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪnˈdɪkətɪv/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ɪnˈdɪkətɪv/ ,USA pronunciation: respelling(in dikə tiv)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
indicative of [sth] adj + prep (showing, suggesting)ενδεικτικός του/της έκφρ
 These results are indicative of the need for more investigation.
 Τα αποτελέσματα είναι ενδεικτικά της ανάγκης για περισσότερη έρευνα.
indicative n (grammar: ordinary or factual mood) (γραμματική)οριστική ουσ θηλ
 The vast majority of prose sentences are in the indicative.
 Η ευρεία πλειοψηφία των προτάσεων στον πεζό είναι λόγο είναι στην οριστική.
indicative adj (grammar: in ordinary or factual mood) (γραμματική)οριστικός επίθ
 People use the indicative mood to report facts and opinions.
 Η οριστική έγκλιση χρησιμοποιείται για να αναφέρει γεγονότα και γνώμες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'indicative' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση indicative στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «indicative».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!